Date:
Tο επιβλητικό αλλά εγκαταλειμμένο σήμερα αρχοντικό Κοντού βρίσκεται στα Άνω Λεχώνια Πηλίου. Την ιστορία του σπιτιού συνοδεύει ο αστικός μύθος ότι στοίχειωσε μετά τον θάνατο των παιδιών της οικογένειας.
Ο θρύλος αναφέρει ότι δηλητηριάστηκαν από σαμιαμίδι που έπεσε στο ρόφημά τους.
Οι ντόπιοι που διηγούνται την ιστορία λένε ότι η κακοδαιμονία συνεχίστηκε και για τους επόμενους ενοίκους, οι οποίοι υποτίθεται ότι πέθαιναν ξαφνικά, διογκώνοντας περαιτέρω την κακή φήμη του αρχοντικού.
Το δράμα του Νικόλαου Κοντού
Η πραγματικότητα πίσω από τον μύθο φαίνεται ότι είναι διαφορετική. Τα τρία παιδιά η Ελένη, ο Κώστας και η Κατίνα πέθαναν από φυματίωση και όχι εξαιτίας κάποιας άλλης παράξενης αιτίας. Η Κατίνα πέθανε στο Βόλο στις 9 Απριλίου 1896 σε ηλικία 16 ετών. Η Ελένη πέθανε το 1896 στη Γενεύη της Ελβετίας όπου ήταν τα σανατόρια των φυματικών σε ηλικία 15 ετών.
Ο ίδιος ο Κοντός, λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού που έφερνε το άκουσμα και μόνο της ασθένειας εκείνη την εποχή, «άφησε» πιθανόν να διαδοθεί ότι έχασε τα παιδιά του από δηλητηρίαση, όταν ένα σαμιαμίδι μπήκε στην καράφα με το γάλα τους. Τα ευφάνταστα σενάρια ανέφεραν και την εκδοχή τα παιδιά να δηλητηριάστηκαν από την υπηρέτρια για να κληρονομήσουν το σπίτι άλλοι συγγενείς.
Είναι από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του νεοκλασικισμού.
Περιλαμβάνει ημιυπόγειο, ισόγειο, πρώτο όροφο και σοφίτα. Στο ισόγειο υπάρχει πλατιά είσοδος με σκάλα που οδηγεί στους ορόφους. Ανατολικά της εισόδου υπάρχουν σάλα, κουζίνα, τουαλέτα. Το ίδιο και δυτικά. Έξω από τις σάλες υπήρχαν μεγάλα στέγαστρα για τους θερινούς μήνες.
Ο Κοντός, υπηρέτησε ως πρέσβης της Υψηλής Πύλης στη Βιέννη και εγκαταστάθηκε στα Λεχώνια όταν αποσύρθηκε.
Από το 1865 υπήρξε ένας από τους ισχυρότερους άνδρες στην Κεντρική Ελλάδα. Η περιουσία του απλωνόταν από την αυτοκρατορική Ρωσία, στην Λοζάννη της Ελβετίας, την Αθήνα και τον Βόλο. Οι ρίζες του πήγαιναν πίσω στην Ανακασιά της Μαγνησίας όπου και εκεί η οικογένειά του ήταν άρχοντες. Μετά τον θάνατο των τριών παιδιών ο Κοντός στήριξε τις ελπίδες του στο μοναδικό εν ζωή παιδί του, την Θελξινόη. Το κορίτσι νόσησε και αυτό αλλά κατάφερε να επιζήσει. Παντρεύτηκε το Δημήτριο Αγνίδη, πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο και υπουργό Εξωτερικών της εξόριστης κυβέρνησης κατά τον πόλεμο.
Αμέσως μετά την ταφή και του τελευταίου της παιδιού, η οικογένεια εγκατέλειψε το αρχοντικό γιατί το θεώρησε «κακορίζικο». Το αρχοντικό Κοντού βρίσκεται πάνω στο δρόμο Βόλου-Τσαγκαράδας, σχεδόν στην είσοδο του χωριού Άνω Λεχώνια και χτίστηκε το 1900 μ.Χ. από την οικογένεια Κοντού.
Το ταφικό μνημείο με το «κρυμμένο μήνυμα»
Μετά τον θάνατο των παιδιών του ο Κοντός ανέθεσε στους αδελφούς Κοτζαμάνη, διάσημους γλύπτες της εποχής, να δημιουργήσουν ένα έργο για τον οικογενειακό τάφο: μια μαρμάρινη τραπεζαρία με ένα τραπέζι και τρεις καρέκλες. Σε κάθε μια αναγραφόταν το όνομα κάθε παιδιού: Κωνσταντίνος, Ελένη, Κατίνα. Κάτω από την τραπέζι σκαλίστηκε ένα σαμιαμίδι, ενώ πάνω τοποθετήθηκε ο ανάγλυφος χάρτης της Ελβετίας. Eκει μεταφέρθηκε ένα από τα παιδιά για να θεραπευτεί από τη φυματίωση, καθώς στην Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν υπήρχε θεραπευτήριο, αλλά δεν τα κατάφερε.
Κάτω από την τραπεζαρία έχει σκαλιστεί το σαμιαμίδι, ενώ πάνω της υπάρχει χάρτης της Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα της Ελβετίας.
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Βασιλεία Γιασιράνη η οποία για χρόνια ερευνά την ιστορία γύρω από τον τάφο και το νεκροταφείο των Ταξιαρχών, το μνημείο αρχικά βρισκόταν στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το 1922 η μητέρα των παιδιών, Περσεφόνη, ζήτησε το ταφικό μνημείο να μεταφερθεί στον Βόλο όπου ζούσε η ίδια μόνιμα.
Μάλιστα έκανε και δωρεά μισού εκατομμυρίου δραχμών, στο νοσοκομείο του Βόλου «προς νοσηλείαν και των εν αυτώ εκάστοτε ασθενών και ιδία και εν τω δια φθισικούς προορισμένω τμήματος».
Η Περσεφόνη Κοντού είχε χάσει από το 1903 τον σύζυγό της, Νικόλαο, ο οποίος δεν μπόρεσε να αντέξει τον θάνατο των παιδιών του. Σήμερα η μαρμάρινη τραπεζαρία είναι ένα από τα διασημότερα μνημεία του παλαιού νεκροταφείου των Ταξιαρχών στο Βόλο.
Τόπος βασανιστηρίων της Γκεστάπο
Το σπίτι πουλήθηκε την δεκαετία του 1920 στον Γεώργιο Αλπάκη, που είχε τρεις κόρες κι έναν γιο: τη Σεραϊνα, την Αριστέα, τη Φρόσω και το Νίκο.
Το 1941 καταλήφθηκε από Γερμανούς, που εγκατέστησαν προσωρινά σ’ αυτό το αρχηγείο τους. Το 1944, εγκαταστάθηκε στο κτίριο η περιβόητη φιλογερμανική ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως). Στη συνέχεια κατοικήθηκε από ανταρτόπληκτες οικογένειες, που έρχονταν από τα ανατολικά χωριά του Πηλίου.
Επίσης στο ίδιο αρχοντικό κατοίκησαν πολλές οικογένειες από το Βόλο και τα Λεχώνια την περίοδο μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1955.
Στον πρώτο όροφο περιμετρικά της κλίμακας υπάρχουν εννιά δωμάτια και δύο λουτρά. Στη σοφίτα περιμετρικά της κλίμακας υπάρχουν πέντε δωμάτια και λουτρό Στη σοφίτα έμεναν οι τρεις υπηρέτριες, όταν η οικογένεια Κοντού είχε το σπίτι.
Το άδοξο τέλος του αρχοντικού
Το σπίτι άλλαζε χέρια, μέχρι που το 1960 το αγόρασε ο εργολάβος Κουτσιδάκης ή Κουφιδάκης, ο οποίος επισκευάζοντάς το χρησιμοποίησε υλικά κατώτερης ποιότητας. Στο σοβά χρησιμοποίησε υπολείμματα ασετιλίνης αντί για ασβέστη. Οι άριστα επιμελημένες τοιχογραφίες καταστράφηκαν.
Ο ίδιος εργολάβος παραχώρησε μέρος της αυλής για να διαπλατυνθεί ο επαρχιακός δρόμος Βόλου-Τσαγκαράδας. Τρία χρόνια μετά αρρώστησε και πέθανε. Οι κόρες του το πούλησαν στο δικηγόρο Κίμωνα Χατζησταματίου.
Το αρχοντικό που χρησιμοποιήθηκε και ως ξενοδοχείο στους Λεχωνίτες είναι γνωστό και με το όνομα «πολυκατοικία». Το 1985 με απόφαση της Μελίνας Μερκούρη, η οικεία χαρακτηρίζεται διατηρητέα.
Το 1999 αγοράστηκε από τον τότε Δήμο Αρτέμιδος. Το 2005 ανατίθεται σε γραφείο η μελέτη, μετά και το ενδιαφέρον για αξιοποίηση του από τον Δήμο Αρτέμιδος. Σήμερα το αρχοντικό είναι ακατοίκητο και εσωτερικά μισοερειπωμένο και λεηλατημένο. …
Πηγή: mixanitouxronou.gr