Τρούμπα: Η ιστορία της κακόφημης συνοικίας του Πειραιά, που «έκλεισε» πριν από ακριβώς 53 χρόνια
Date:
Χωρίς υπερβολή, αποτελεί από μόνη της κεφάλαιο της ευρωπαϊκής κοινωνικής ανθρωπολογίας και επειδή στο ιστορικό της είναι καταγεγραμμένο έντονο και το αμερικανικό στοιχείο, «η χάρη» της καταχωρήθηκε και στην άλλη ήπειρο.
Τα δικά της κόκκινα φανάρια κρατήθηκαν αναμμένα για τρεις «γεμάτες» δεκαετίες και σ΄ αυτό το διάστημα «άντρωσαν» παλικαράκια, ροκάνισαν χαρτζιλίκια, φούντωσαν έρωτες και αίματα, αντήχησαν τον ρεμπέτικο καημό… Αυτά τα φανάρια έσβησαν σαν σήμερα, 12 Σεπτεμβρίου, πριν από 53 χρόνια, όταν δήμος και αστυνομία αποφάσισαν να βάλουν λουκέτο στη μακρά παρουσία και προσφορά της.
Από την επομένη, η Τρούμπα έγινε ιστορία…
Τρούμπα είναι η ηχητική παραφθορά της τρόμπας, της βρύσης στο δυτικό τμήμα της Τερψιθέας (στη διασταύρωση της σημερινής λεωφόρου 2ας Μεραρχίας με την παραλιακή) απ΄ όπου για πολλά χρόνια μετά την τοπόθετησή της τη δεκαετία του 1860, τροφοδοτούνταν τα ατμόπλοια του Πειραιά.
Έτσι ονομάστηκε η περιοχή της Τερψιθέας στα σύνορα του κεντρικού λιμανιού και της Ακτής Μιαούλη ίσαμε την οδό Κολοκοτρώνη. Για την ακρίβεια, τα όρια της θρυλικής Τρούμπας εκτείνονταν ανάμεσα σε δυο εκκλησίες. Τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Σπυρίδωνα.
«Καρδιά» της ήταν η οδός Νοταρά, όπου κατά κανόνα βρίσκονταν οι οίκοι ανοχής, ξενοδοχεία που χρέωναν με την ώρα και γραφεία γιατρών εξειδικευμένων στα αφροδίσια νοσήματα… Στους γειτονικούς δρόμους, τη Φίλωνος, τη Σκουζέ και την Κολοκοτρώνη, λειτουργούσαν τα μπαρ και τα καμπαρέ.
ΟΙ «ΜΑΓΔΑΛΗΝΕΣ» ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ή δράση των εκδιδόμενων γυναικών εντοπίζεται χωροταξικά στα Βούρλα, ελώδη περιοχή της Δραπετσώνας, όπου αν δεν είσαι «απόκληρος», δεν κατοικείς… Ειδικότερα, το 1867, υπό την πίεση των κατοίκων του Πειραιά, που διαμαρτύρονται για «χαμαιτυπεία, που ξεφυτρώνουν στην πόλη ως μανιτάρια προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες των ναυτικών», η δημοτική Αρχή αποφασίζει τη συγκέντρωση των ιεροδούλων σε σημείο, που δεν θα προσβάλλει την αισθητική και την ηθική…
Αυτό το αθέατο σημείο είναι τα Βούρλα. Έτσι, το 1876 -με ανάθεση από τον δήμο- κατασκευάζεται συγκρότημα κρατικών πορνείων, που προστατεύεται μάλιστα από τη Χωροφυλακή. Αλλά το 1937, η περιοχή επιλέγεται για εγκατάσταση σωφρονιστικού ιδρύματος και οι εκτοπισμένες πόρνες συγκεντρώνονται πέριξ της Τρούμπας -όπου λειτουργούν ήδη μπαρ και καμπαρέ- στήνοντας εκεί, αυτή τη φορά με ιδιωτική πρωτοβουλία, ένα άλλο ανθηρό βασίλειο…
«Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία, που ήταν το καμάρι του και η… ντροπή του» γράφει για την Τρούμπα η αείμνηστη Σπεράντζα Βρανά στο σχετικό βιβλίο της και όχι αδίκως.
Από τις περιγραφές των βιβλίων, των ταινιών, των ανθρώπων που την έζησαν, προκύπτει ότι η Τρούμπα ήταν μια «άλλη» κοινωνία μέσα στην κοινωνία του Πειραιά. Ένας θορυβώδης μικρόκοσμος που ξεδιπλωνόταν ανάμεσα στα χιλιοχρησιμοποιημένα κρεβάτια των κοριτσιών της χαράς, στα σοκάκια, όπου εύκολα έβγαινε η φαλτσέτα για μια στραβή ματιά, στους γκαζοτενεκέδες που «φιλοξενούσαν» την τέχνη του παπατζή και στα μπαρ, όπου έρεε άφθονο το αλκοόλ, ειδικά όταν ερχόταν ο 6ος αμερικανικός στόλος.
Περισσότερες από 500 δηλωμένες γυναίκες όλων των ηλικιών -μαρτυρούν τα αρχεία της Αστυνομίας- πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους κατά την εξαιρετικά ανθηρή δεκαετία του 1950 στα «σπίτια» της Τρούμπας. Αλλά υπήρχαν και οι… περιστασιακές. Γυναίκες, αδήλωτες, ενίοτε νοικοκυρές, σύζυγοι και μάνες με οικονομικά προβλήματα, που σε περιόδους μεγάλης ζήτησης (όταν ερχόταν ο στόλος) … εμπλούτιζαν με την παρουσία και τη δουλειά τους την «πρώτη ύλη» των «σπιτιών» για να ενισχύσουν και το δικό τους εισόδημα.
Το σίγουρο, πάντως, είναι πως εκεί όλες ήταν «σπιτωμένες». Δεν πατούσε «καλντεριμιτζού» στην Τρούμπα. Κι αν έκανε το λάθος, ο «προστάτης» των κοριτσιών την έστελνε από κει που ΄ρθε. Εκεί όλοι ζούσαν για μια μπέσα. Ο λόγος του άντρα στον άντρα ήταν ιερός κι αν κάποιος τον βρόμιζε, ήξερε τη συνέχεια… Μόνοι θα καθάριζαν. «Οι μπάτσοι στην Τρούμπα ήταν ανεπιθύμητοι.
Εκεί ήταν άλλοι οι νόμοι» μαρτυρά η Σπεράντζα. Μόνο ο λόγος στη γυναίκα ήταν ανίσχυρος. Γιατί τι κι αν ήταν πόρνες; Είχαν καρδιά και την έδιναν. Συχνά ερωτεύονταν τους «προστάτες» τους, που πουλούσαν αίσθημα και όνειρα για να τις εκμεταλλεύονται. Κι άμα ανακάλυπταν ότι αντίστοιχες υποσχέσεις έδιναν αυτοί και σε άλλες, γίνονταν άγρια θηρία και χειροδικούσαν κι αυτές και μαχαίρωναν και ρίχνανε βιτριόλια… Ήταν αυτές οι ίδιες λαϊκές γυναίκες, που έδιωχναν από την Τρούμπα τους πιτσιρικάδες για να μη «βρομίσουν», που έφτιαχναν πρόσφορο για να πάνε στην εκκλησία την Κυριακή, που κάλυπταν με μαύρα πανιά τα κόκκινα φανάρια τους και κατέβαζαν ρολά τη Μεγάλη Εβδομάδα…
Εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, η συνεύρεση με ένα κορίτσι της Τρούμπας κυμαινόταν στις 25 δραχμές κι όταν ερχόταν ο στόλος, η ταρίφα διπλασιαζόταν υπερδιπλασιαζόταν.
Όλα πλήθαιναν όταν ερχόταν ο στόλος. Οι τιμές των ποτών, η δράση των παπατζήδων, η προσφορά των κοριτσιών. Έως και 40 -πολλές φορές και 50- πελάτες έφτανε να πάρει η κάθε μια σε μια μέρα και ασφαλώς τα έσοδα πολλαπλασιάζονταν. Αλλά κυρίως για τον «προστάτη» που πίεζε για μεγαλύτερη… απόδοση κι αν η προστατευόμενη δεν ανταποκρινόταν, ο πέλεκυς έπεφτε βαρύς. Και να σκεφτείς ότι λεόντεια μερίδια από κείνη την ταρίφα των 25 δραχμών έπαιρναν ο προστάτης και η τσατσά.
Το κορίτσι αρκείτο στην ασφάλιση («πουτανόσημα» τα λέγανε οι ίδιες) τη δωρεάν στέγη, το φαγητό και σ΄ ένα ισχνό χαρτζιλίκι για τα τσιγάρα και τα μικροέξοδά του… Πικρή ζωή κι ακόμα πιο πικρό το τέλος γι αυτές τις γυναίκες, που γερνούσαν γρηγορότερα απ΄ όλες κι έχαναν τη φρεσκάδα τους και κατέληγαν στον δρόμο. Αλλά εκεί, στα κακόφημα της Τρούμπας, όση λάσπη κι αν έπνιγε τα σώματα, ήταν και κάτι ψυχές που θαρρείς με το πέρασμα του χρόνου, γίνονταν πιο διάφανες, πιο καθαρές…
Κορίτσια που πόνεσαν Έλληνες και ξένους ναυτικούς, που ζούσαν με την ανάμνησή τους, που πέθαιναν κάθε μέρα και ανασταίνονταν με την επιστροφή εκείνων από τα μεγάλα ταξίδια. Κορίτσια που αγάπησαν και αγαπήθηκαν, που παντρεύτηκαν κι έφυγαν μακριά κι άλλαξαν ζωή. «Κορίτσια που δεν άφησαν τη μαύρη καθημερινότητά τους να βρομίσει την ψυχή τους. Κορίτσια που κρατήθηκαν μέσα τους αγνά για τα ταίρια τους. Γιατί άμα είσαι τέτοια, μπορείς και κρατάς αμόλυντη την ψυχή σου και πιο αληθινά, πιο πιστά αγαπάς…» έλεγε η Σπεράντζα, στιγματίζοντας με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο την… «οξύμωρη ηθική μιας κοινωνίας που ευκολύνεται να ασκεί την πιο ανηλεή κριτική στην αιδώ, της οποίας η ίδια αποτελεί κομμάτι…».
Κοπέλες των οίκων δήλωναν πως «οι χειρότεροι διώκτες τους την ημέρα ήταν οι καλύτεροι πελάτες τους τη νύχτα»…
Σ΄ έναν κόσμο, όπου η «ηθική» ερμηνεύεται κατά το δοκούν, ευκολότερα στιγματίζεσαι ως «ανήθικος», παρά ως «περιθωριακός» και όπως δήλωσε κάποτε ο Πειραιώτης συγγραφέας Γιάννης Κακουλίδης «στην Τρούμπα δεν κυριαρχούσε ο υπόκοσμος. Κυριαρχούσε το περιθώριο»… Γι αυτό και ο λόγος ήταν η τιμή. Γι αυτό και οι ρεμπέτες που πλημμύρισαν την Τρούμπα με τη μουσική τους ήταν εκτοπισμένοι στο περιθώριο και πάμπολλα τραγούδια εμπνεύστηκαν από τα καλντερίμια της.
ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ
Όλα τα χρόνια λειτουργίας της Τρούμπας ως παραδείσου του αγοραίου έρωτα, η εικόνα της περιοχής θυμίζει τα δύο πρόσωπα του Ιανού. Το πρωί λειτουργούν εμπορικά καταστήματα, άνθρωποι περιδιαβάζουν αμέριμνοι, οικογενειάρχες τροφοδοτούν τα σπιτικά με τα παιδιά και τις γυναίκες τους. Πολλά νοικοκυριά είναι στημένα ανάμεσα στις επιχειρήσεις του πληρωμένου έρωτα.
Μόλις πέφτει ο ήλιος και ανάβουν τα φώτα, το σκηνικό της Τρούμπας αλλάζει.
Οι οικογένειες κλείνονται στα σπίτια τους και κάποια άλλα «σπίτια» ετοιμάζονται για το νυχτοκάματο. Οι περίφημες «μαντάμες» ή «τσατσάδες», παλιές πόρνες που λόγω περασμένης ηλικίας περνούν στην εφεδρεία της εκπόρνευσης των δικών τους κορμιών, αλλά όχι εν γένει του επαγγέλματος, ανοίγουν τον ένα μετά τον άλλο τους «οίκους ανοχής» και αντί αδρού αντιτίμου στεγάζουν κοπέλες, τα ραντεβού των οποίων κλείνουν οι ίδιες. Αλλά στην καθημαγμένη Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 συντελούνται και κοσμοϊστορικές αλλαγές υπέρ της γυναίκας, η οποία κατά κανόνα αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Το 1956 δίνεται στο «ασθενές φύλο» το προνόμιο του «εκλέγειν» και την ίδια χρονιά η πρώτη γυναίκα υπουργός (Κοινωνικής Πρόνοιας) στην ιστορία της Ελλάδας, η Λίνα Τσαλδάρη της ΕΡΕ, εκδίδει νόμο, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται η λειτουργία των οίκων ανοχής ως ομαδικών εταιρισμών. Σε κάθε «σπίτι» επιτρέπεται η εξάσκηση του επαγγέλματος από μόνον δύο ιερόδουλες.
Οι «τσατσάδες» χάνουν τη δουλειά τους και οι ιδιοκτήτες ακινήτων (κυρίως μικρών κατοικιών) στην Τρούμπα βρίσκουν ευκαιρία να πλουτίσουν.
Συχνά επιλέγουν να αφήσουν την κατοικία τους στην περιοχή για να τη νοικιάσουν στις πεταλούδες της νύχτας με τη μέρα και για εξωφρενικά ποσά.
Οι… κακές γλώσσες λένε πως ιερέας είναι ο πρώτος ιδιοκτήτης κατοικίας, την οποία ενοικίασε σε ιερόδουλες, κι έχει συμφωνήσει να εισπράττει 150 δραχμές ημερησίως! Για την ιστορία, το 1960, ο μηνιαίος μισθός ενός υπαλλήλου κυμαίνεται μεταξύ 1.500 και 3.000 δραχμών και το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη είναι περί τις 50 δραχμές!
Αλλά, έτσι κι αλλιώς, καθώς ο καιρός περνά και το βασίλειο του αγοραίου έρωτα φουντώνει, η περιοχή αποψιλώνεται από οικογένειες. Συχνά ανίδεοι ή μεθυσμένοι πελάτες εισβάλλουν σε οικογενειακές κυψέλες, τρομοκρατώντας τα μέλη τους. Τη δεκαετία του 1960 τα εναπομείναντα νοικοκυριά αναγκάζονται να τοποθετήσουν στις εισόδους των σπιτιών τους -πολλές φορές και στην Αγγλική- πινακίδες με την ένδειξη «προσοχή, σε αυτό το σπίτι κατοικεί οικογένεια»!
ΣΤΑ ΥΨΗ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΉΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΣ
Χρόνο με τον χρόνο -και παρά την ανακατεμένη ανθρωπογεωγραφία της περιοχής, που έχει στήσει μια νέα, αυθεντική γενιά νοικοκύρηδων Πειραιωτών υποδεχόμενη νωρίτερα μετανάστες από τα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και μικρασιάτες πρόσφυγες- η Τρούμπα ενσωματώνεται στον οικιστικό ιστό του Πειραιά ως αναγκαίο κακό.
Ως «τόπος χαράς που επιβάλλεται να προσφέρει κάθε λιμάνι στον ναυτικό», αλλά και ως πηγή παραγωγής χρήματος. Χαρακτηριστικό είναι δημοσίευμα της εφημερίδας «Το Βήμα» της 13/2/1966. Ο τίτλος του κειμένου που φέρει την υπογραφή Ν.Ν., είναι «Οι εισπράξεις της Τρούμπας είναι όσες και του ΟΛΠ» και το περιεχόμενο: «Σε πραγματικό χρηματιστήριο έχει εξελιχθεί η Τρούμπα η γνωστή και άγνωστη “αμαρτωλή” συνοικία του Πειραιώς.
Οι καθαρές καθημερινές εισπράξεις της- όσο και αν φανεί απίστευτο- είναι γεγονός ότι συναγωνίζονται τις καθημερινές εισπράξεις του πρώτου λιμενικού οργανισμού της χώρας, του ΟΛΠ, δηλαδή υπερβαίνουν τις 260.000 δραχμές περίπου. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε ύστερα από ειδική έρευνα στην περιοχή αυτή.
Σήμερα, στο οικοδομικό τετράγωνο της Τρούμπας, στεγάζονται και εργάζονται -σύμφωνα με τα στοιχεία της Υπηρεσίας Ηθών της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πειραιώς- 140 ιερόδουλοι, 16 καμπαρέ και 25 μπαρ, που συνθέτουν έναν δεύτερο οικονομικό “οργανισμό” με καθημερινά κέρδη καταπληκτικά.
Υπολογίζεται λοιπόν ότι οι 140 αυτές “χαρακτηρισμένες”- γυναίκες που δέχονται αντί 55 δραχμών γύρω στις 15 “επισκέψεις” την ημέρα- εισπράττουν αυτές μόνο συνολικά 115.000 δραχμές ημερησίως.
Η Εφορία δεν τις φορολογεί. Τις φορολογούν όμως (κάθε επάγγελμα έχει τα μυστικά του πολύ δε περισσότερο το επάγγελμα του αγοραίου έρωτος) οι υπενοικιαστές ή “προστάτες”. Είναι αυτοί, που ενοικιάζουν πρώτοι τα σπίτια από τους ιδιοκτήτες τα οποία υπενοικιάζουν κατόπιν στις ιερόδουλες με το απίστευτο ενοίκιο των 300-400 δραχμών την ημέρα! Δηλαδή περίπου 9.000-12.000 δραχμές εισπράττουν τον μήνα, από τις οποίες αποκλείεται να πληρώνουν στους ιδιοκτήτες -σύμφωνα με την γνώμη των ίδιων των γυναικών- περισσότερες από 3-4000 δραχμές τον μήνα.
Και να φαντασθεί κανείς ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι ενοικιαστές στην Τρούμπα οι οποίοι διαθέτουν και 4 και 5 σπίτια ο καθένας!
Τη δεύτερη θέση στη σειρά των συντελεστών που διαμορφώνουν τον τεράστιο “προϋπολογισμό” των 260.000 περίπου δραχμών που παρουσιάζει από ημέρα σε ημέρα το χρηματιστήριο της Τρούμπας κατέχουν τα καμπαρέ.
Συγκεντρώνοντας σχετικά στοιχεία που αφορούν την κίνηση πελατών όλον τον χρόνο και τα διάφορα έξοδα που αντιμετωπίζουν, αποδοχές προσωπικού και καλλιτεχνικών συγκροτημάτων, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι και τα 16 καμπαρέ που υπάρχουν θα πρέπει να συγκεντρώνουν την ημέρα καθαρό κέρδος γύρω στις 96.000 χιλιάδες δραχμές. Βεβαίως ο αριθμός αυτός δεν είναι απόλυτος, αλλά κυμαίνεται άλλοτε λιγότερο (όπως αυτή την εποχή) και άλλοτε περισσότερο (όπως όταν επισκέπτεται τον Πειραιά ο στόλος).
Ας σημειωθεί δε ότι οι τιμές των ποτών που σερβίρονται στα καμπαρέ αυτά δεν υπόκεινται σε αγορανομικό έλεγχο και εμφανίζονται κατά μεγάλο ποσοστό ανώτερες από τις τιμές των ελεγχομένων καταστημάτων. Αρκεί να προσθέσουμε ότι τη μικρή φιάλη της μπύρας (τιμή αγορανομίας 4,20)… την κοστολογούν προς 33 δραχμές, ενώ τη φιάλη το ουίσκι (180) προς 1.000 δραχμές.
Τέλος, υπάρχουν και τα μπαρ και δεν είναι λίγα. Είκοσι πέντε εργάζονται σήμερα και συνεχώς αυξάνονται. Κατά τους μετριότερους υπολογισμούς σε 50.000 δραχμές αντιστοιχεί το καθημερινό τους μερίδιο από τον γενικό “τζίρο” των 260.000 δραχμών περίπου».
Η ΤΡΟΥΜΠΑ ΩΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ
Η ζωή των γυναικών της πειραϊκής «αμαρτωλής» συνοικίας που από ανάγκη ή και από επιλογή βιοπορίζονται πουλώντας το κορμί τους και συντηρώντας στρατιές προαγωγών και «τσατσάδων» γίνεται συχνά έμπνευση υπηρετών όλων των μορφών της τέχνης.
Από τους λογοτέχνες της περίφημης «γενιάς του ΄30», που στα έργα τους θα βρεθεί τουλάχιστον μία αναφορά στη ζώσα τότε Τρούμπα (είναι, βλέπεις, η εποχή της μεγάλης μετανάστευσης, κατά την οποία μετανάστες και εμιγκρέδες ξεφορτώνονται καραβιές στο λιμάνι του Πειραιά) έως τους σύγχρονους συγγραφείς, που αναζητούν μαρτυρίες του παρελθόντος και καταγράφουν στο παρόν, τους Πειραιώτες Διονύση Χαριτόπουλο και Βασίλη Πισιμίση κ.α..
Μια ιδιαίτερη μνεία στη «Μπέμπα» της Τρούμπας κάνει στο βιβλίο του με τίτλο «Αναφορά στον Κύριο Κωστάκη Πρου» ο Γιάννης Κακουλίδης. «Πριν έρθεις να ξαπλώσεις, βγάλε τα φτερά σου κρέμασέ τα κάπου» του έλεγε του 15χρονου Φωκά η περπατημένη «Μπέμπα» και πώς εκείνος να μην πέσει βαθιά, θανάσιμα, στον έρωτά της;
Αλλά και στο σινεμά. Από τον Γιώργο Τζαβέλλα που αποτυπώνει στο πρόσωπο της ηρωίδας του, της Αγνής του λιμανιού, όλη την πίκρα για τη γονική εγκατάλειψη που την οδήγησε στην Τρούμπα έως τον σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη, που φέρνει τα «Κόκκινα φανάρια» του στην Ακαδημία Κινηματογράφου, ως υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά και τον Μάνο Χατζηδάκι, που κερδίζει το χρυσό αγαλματίδιο για τη μουσική επένδυση της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή», με σκηνοθέτη τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της πόρνης του πειραϊκού λιμανιού. Η πρωταγωνίστρια θα βραβευθεί για την ερμηνεία της με το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ των Καννών.
Καθώς μάλιστα η άνθηση της Τρούμπας συμπίπτει χρονικά με τους πειραματισμούς του ελληνικού σινεμά, η παραγωγή ταινιών με θεματολογία από τη ζωή των ανθρώπων της «αμαρτωλής» συνοικίας είναι πλούσια. «Η Αγνή του λιμανιού» (1952), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Το κάθαρμα» (1963) «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), «Λόλα» (1964) , «Το δόλωμα» (1964), «Τρούμπα ΄67» (1967), «Καλώς ήρθε το δολάριο» (1967), «Οι βάσεις και η Βασούλα» (1975) είναι μερικές από τις γνωστές κινηματογραφικές επιτυχίες που «γέννησε» η θρυλική γειτονιά του Πειραιά.
Όσο για τη μουσική, αναμφισβήτητα η δυνατότερη έμπνευση από το χρώμα, τον ήχο, τις μυρωδιές της Τρούμπας πιστώνεται στον Σταύρο Ξαρχάκο, που «ντύνει» αριστουργηματικά τις εμβληματικές ταινίες «Λόλα» και «Κόκκινα Φανάρια», με τη Βίκυ Μοσχολιού (σε πρώτη εμφάνιση στη «Λόλα»), τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Πόλυ Πάνου, τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη να ερμηνεύουν επιτυχίες, που θα κρατούν για πάντα τη δική τους φωτεινή σελίδα στα χρονικά του πενταγράμμου.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Κι εκεί που η Τρούμπα έχει ενταχθεί για τα καλά στο τοπικό ηχόχρωμα του ελληνικού λιμανιού, έρχεται η Χούντα και ο δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης, στις 5 Αυγούστου του 1967 αποφασίζει το λουκέτο της «αντιχριστιανικής, αντικοινωνικής και εν πάση περιπτώσει απαραδέκτου δια την κοινωνίαν του Πειραιώς καταστάσεως».
Κάποιες… διεισδυτικότερες ματιές αποδίδουν αλλού τον λόγο της απόφασης. Οι εφοπλιστές εγκαθιστούν σιγά σιγά τα γραφεία τους στην ακτή Μιαούλη, σε απόσταση αναπνοής από την Τρούμπα, και μια γειτνίαση με πόρνες και περιθώριο είναι τουλάχιστον ταπεινωτική εικόνα για την επιχειρηματική δράση τους.
Η απόφαση, πάντως, αναφέρει πως σε έναν μήνα πρέπει να αποχωρήσουν τα «σπίτια της χαράς», τα οποία ασφαλώς, φεύγοντας θα πάρουν μαζί τους και την πελατεία που συντηρεί τα ξενοδοχεία, τα μπαρ και τα καμπαρέ της περιοχής. Ένας κόσμος, που τριάντα χρόνια τώρα πορεύεται με τη δική του ηθική στα καλντερίμια της Τρούμπας, εκπαραθυρώνεται, ένα μεγάλο κομμάτι του τοπικού ηχοχρώματος σβήνει, μια «αντιχριστιανική» ανορθόδοξη βιομηχανία παραγωγής χρήματος βάζει λουκέτο.
Όσα σπίτια δεν κλείνουν εγκαίρως, όργανα της τάξης τα «τακτοποιούν» σε λίγες ώρες, τη 12η Σεπτεμβρίου του 1967.
Οι δρόμοι της Τρούμπας «πνίγονται» στα… αμαρτωλά στρώματα, που μαζεύουν οι υπηρεσίες καθαριότητας του δήμου. Τα κορίτσια σκορπίζουν. Άλλες ανηφορίζουν στα «σπίτια» της Αθήνας κι άλλες αναζητούν την τύχη τους σε ξένα λιμάνια. Η Τρούμπα καθαρίζει και ο Αρ. Σκυλίτσης καμαρώνει που διαφύλαξε τα χρηστά ήθη των κατοίκων, απαλλάσσοντάς τους από το «κοινωνικόν άγος»…
Τα Πρακτικά της 18ης Συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς, της γενομένης την 15η Ιουλίου 1968, ημέρα Δευτέρα και ώραν 09.30, παρουσιάζουν τα πεπραγμένα του δημάρχου κατά το έτος 1967.
Η παράγραφος για την Τρούμπα αναφέρει: «Απομάκρυνσις κακοφήμων οίκων περιοχής Τρούμπας. Ο κεντρικός τομεύς της πόλεως, περιοχή Τρούμπας ως απεκαλείτο, απετέλη τόπον ακολασίας διά των υφισταμένων κακοφήμων οίκων και της εν αυτή εγκαταστάσεως, παραμονής και εκθέσεως των ασέμνων γυναικών.
Οι Πειραιείς οι οικογενειάρχαι και οι υγειώς σκεπτόμενοι πολίται, δεν διήρχοντο των οδών του τομέως αυτού […] Κατόπιν συντόμων ενεργειών μας οι κακόφημοι οίκοι εκλείσθησαν οριστικώς. Άπασαι αι άσεμναι γυναίκες απομακρύνθησαν των οδών του εν λόγω κεντρικού τομέως της πόλεως, ούτω δε εξέλειπεν το κοινωνικόν άγος εκ της περιοχής ήτις απαλλαγμένη πλέον εκ των αμαρτιών του παρελθόντος αφέθη ελευθέρα εις τους Πειραιείς».
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ.