Τζόζεφ Μάνκιεβιτς: Ο κορυφαίος σκηνοθέτης που τα είπε «Όλα για την Εύα»…
Date:
Οι ύμνοι για τον Τζόζεφ Μάνκιεβιτς και το σπουδαίο έργο του, στη μακρά πορεία του στον κινηματογράφο, είναι επιβεβλημένοι δίχως καμία υπερβολή. Ωστόσο και μόνο για την εμβληματική του ταινία «Όλα για την Εύα», ένα συνταρακτικό δράμα για τον κόσμο του θεάματος, θα μπορούσε να βρίσκεται δίπλα στον κλειστό κύκλο των σημαντικότερων σκηνοθετών όλων των εποχών.
Ο Μάνκιεβιτς, μπορεί να έγινε διάσημος, ο αγαπημένος της κριτικής και των ομότεχνών του από τις τεράστιες καλλιτεχνικές και εμπορικές επιτυχίες του ως σκηνοθέτης, αλλά είχε το προνόμιο – και τη βάσανο – να έχει ακόμη μεγαλύτερη δημιουργική πορεία ως τεράστιος σεναριογράφος και δημιουργικός παραγωγός. Δυο εργασιακές εμπειρίες, που τον βοήθησαν να μπει στο μεδούλι του κινηματογράφου, να γνωρίζει παντοιοτρόπως όλες τις τεχνικές, τα προβλήματα και βεβαίως τα μυστικά για το πώς γυρίζεται μία ταινία.
Ο Τζο Μάνκιεβιτς, ο οποίος πέθανε ακριβώς πριν από 30 χρόνια (5 Φεβρουαρίου 1993), ήταν πολύ περισσότερο από ένας κινηματογραφιστής, που κατάφερε να κερδίσει τέσσερα Όσκαρ, δυο σκηνοθεσίας και δυο σεναρίου, βραβείο στις Κάννες, πολυάριθμες βραβεύσεις από την Ένωση Σκηνοθετών και Σεναριογράφων και βεβαίως να αποτελεί σημείο αναφοράς για τον κινηματογράφο. Ήταν ο βαθύς γνώστης που με διακριτικότητα μπορούσε να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τον κομφορμισμό, την ιδιοτέλεια και όλα αυτά που μας στοιχειώνουν διαχρονικά.
Ο Τζο και ο «Μανκ»
Ο Τζόζεφ Λίο Μάνκιεβιτς γεννήθηκε στο Γουίλκς Μπαρ της Πενσιλβάνια το 1909, από Εβραίους γονείς μετανάστες από τη Γερμανία, ενώ ήταν ο μικρότερος αδελφός του Χέρμαν Μάνκιεβιτς, ο οποίος ήταν και αυτός σημαντικός σεναριογράφος και μάλιστα συνυπέγραψε, μαζί με τον Όρσον Γουέλς, το σενάριο του «Πολίτη Κέιν», αλλά η επαφή του με το Χόλιγουντ τον επηρέασε αρνητικά, τον έριξε σε πελάγη από αλκοόλ, για να πεθάνει πρόωρα. Οι γονείς του μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη, όταν ακόμη ο μικρός Τζο ήταν τεσσάρων ετών, ενώ το 1928 πήρε πτυχίο δημοσιογραφίας από το Κολούμπια. Πριν μπει στον κινηματογράφο εργάστηκε ως ξένος ανταποκριτής στο Βερολίνο, σε σκοτεινές και άκρως ενδιαφέρουσες εποχές.
Ο μεγάλος αδελφός του, γνωστός και ως «Μανκ», τον έβαλε στο σινεμά και από το 1929 εργάστηκε για 17 χρόνια ως σεναριογράφος στην Paramount και ως παραγωγός στην Metro-Goldwyn-Mayer, πριν καθίσει στην ηλεκτρική, για την εποχή, καρέκλα του σκηνοθέτη, για λογαριασμό της 20th Century Fox. Ανάμεσα στις 20 παραγωγές που έκανε βρίσκονται και τα κλασικά φιλμ «Κοινωνικά Σκάνδαλα», του Κιούκορ ,«Η Γυναίκα της Χρονιάς» του Τζορτζ Στίβενς και τα «Κλειδιά του Παραδείσου» στην οποία εμφανιζόταν και η δεύτερη σύζυγός του, Ρόουζ Στράντνερ, δίπλα στον Γκρέκορι Πεκ.
Τα πρώτα του Όσκαρ
Το 1946 θα κάνει την πρώτη του σκηνοθεσία στο δράμα «Dragonwyck», έχοντας δίπλα του ως σύμβουλο παραγωγής τον Ερνστ Λιούμπιτς, ενώ θα μπει στην πιο δημιουργική του φάση από την επόμενη χρονιά με το «The Ghost and Mrs. Muir», ένα μεταφυσικό θρίλερ που ξεμυαλίζει με το ιδιοφυές σενάριο – του ιδίου – και τη φινετσάτη σκηνοθεσία. Το 1949 θα υπογράψει το κλασικό ρομαντικό δράμα «Ένα Γράμμα σε Τρεις Γυναίκες», στο οποίο πρωταγωνιστεί ένα επιτελείο εξαίρετων ηθοποιών, κατακτώντας τα πρώτα του δυο Όσκαρ, τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στο σενάριο. Η ειρωνική του ματιά για τον θεσμό του γάμου, εκείνη ιδίως την εποχή, θα τον κάνει ξεχωριστό, αλλά αυτό στο οποίο υποκλίθηκαν όλοι ανεξαιρέτως, ήταν η διαχείριση του θέματός του, που μοιάζει βγαλμένο από ιλουστρασιόν ποικίλης ύλης περιοδικού και χτυπάει στην καρδιά και στο μυαλό τον θεατή.
Το κομψοτέχνημα και το ρεκόρ
Η δημιουργική του έμπνευση, όμως, έχει πάρει τέτοια φόρα, που τον επόμενο χρόνο θα παραδώσει μία από τις δέκα – είκοσι καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, το περίφημο δράμα «Όλα για την Εύα», ένα κομψοτέχνημα για το σύμπαν του θεάματος, τους αδιόρατους μηχανισμούς του Χόλιγουντ, μία εμβληματική ταινία για τον κινηματογράφο. Θα κερδίσει και πάλι δυο Όσκαρ, για σενάριο και σκηνοθεσία, ενώ θα συγκεντρώσει συνολικά 14 υποψηφιότητες, ένα ρεκόρ που δεν έχει ξεπεραστεί ακόμη. Χαρακτηριστικό είναι ότι την ίδια χρονιά ο τεράστιος Μπίλι Γουάιλντερ παραδίδει το συγκλονιστικό δράμα «Η Λεωφόρος της Δύσης», με παρόμοια θεματική και ισάξιο με αυτό του Μάνκιεβιτς, αλλά χάνει στις λεπτομέρειες τη βραδιά των Όσκαρ τα χρυσά αγαλματίδια από την… «Εύα».
Ο Μάνκιεβιτς γράφει και περιγράφει μοναδικά για αυτό το είδος του ανθρώπου που ελίσσεται και σαν φίδι χώνεται, ανελίσσεται και την καίρια στιγμή δαγκώνει με το δηλητήριο που μπορεί να μολύνει όχι μόνο το θύμα, αλλά και όλο τον κόσμο που το περιβάλει, δίνοντας τεράστιες δυνάμεις στον καιροσκοπισμό, στην αρχή «πάτησε επί πτωμάτων». Και στην ιστορία μας, δεν είναι ακριβώς πτώμα, η ντίβα Μαργκό (η έξοχη Μπέτι Ντέιβις) που βρίσκεται σε πτωτική πορεία λόγω της ηλικίας της και την οποία προσεγγίζει μια νεαρά φιλοδοξη ηθοποιός, η Εύα, που θα κλέψει το ρόλο της, αλλά δεν θα καταφέρει ποτέ να ξεκλέψει τη λάμψη μιας σταρ, να διανύσει την απόσταση που χωρίζει τους κοινούς θνητούς από τους χαρισματικούς ανθρώπους της τέχνης.
Η ταινία που διανθίζεται από ένα πρωτοφανές και καλαίσθητο – καμία σχέση με το σημερινό – κουτσομπολιό (εσωτερικής πληροφόρησης) στοχεύει στην κατεδάφιση της εφήμερης λάμψης και της ματαιοδοξίας, ενός κόσμου που ζει και αναπνέει για τη δόξα, παραδίδεται στην αυταρέσκεια, στην έπαρση, με βασικό και καίριο εξολοθρευτή των παραπάνω τον κριτικό θεάτρου Έντισον Ντεγουίτ, τον Τζορτζ Σάντερς, στον ρόλο της ζωής του, κερδίζοντας και το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Το Μπρόντγουεϊ και η επιστροφή στις επιτυχίες
Μετά την καταξίωση, ο Μάνκιεβιτς θα φύγει για το Μπρόντγουεϊ, για να γίνει θεατρικός συγγραφέας και ευτυχώς, για τους λάτρεις του σινεμά, τα εμπόδια που θα του προκύψουν θα τον φέρουν πίσω στο Χόλιγουντ για να γυρίσει μια σειρά από εξαιρετικές ταινίες, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι εμπορικές του αποτυχίες, σήμερα παραμένουν κλασικές. Το 1952 θα προσφέρει ένα από τα καλύτερα κατασκοπικά θρίλερ, «Υπόθεση Κικέρων» με τον θαυμάσιο Τζέιμς Μέισον και τον Μάνκιεβιτς να είναι και πάλι υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθεσίας. Τον επόμενο χρόνο θα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το σαιξπηρικό «Ιούλιος Καίσαρ», με τον Μάρλον Μπράντο, ενώ το 1954 θα γυρίσει το ρομαντικό δράμα «Η Ξυπόλητη Κόμισσα», που παρότι διαθέτει ως πρωταγωνιστικό ζευγάρι Μπόγκαρντ και Άβα Γκάρντνερ δεν έχει την αναμενόμενη απήχηση, αλλά ήταν γοητευτικό. Ενδιάμεσα είχε γυρίσει το όχι και τόσο πετυχημένο μιούζικαλ, για τα επίπεδα ενός Μάνκιεβιτς πάντα, «Μάγκες και Κούκλες», με τους Μπράντο και Σινάτρα, οι οποίοι ούτε καν μιλιόντουσαν μεταξύ τους, ενώ το 1958 θα μεταφέρει άνισα – κατόπιν πιέσεων – το μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν «The Quiet American». Το 1959 θα γυρίσει το αξιομνημόνευτο ψυχολογικό δράμα «Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι», με Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Μοντγκόμερι Κλιφτ και Κάθριν Χέπμπορν, βασισμένος στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς.
Αξεπέραστος ακόμη και στις αποτυχίες του
Κλείνοντας το συνοπτικό αφιέρωμα στον Μάνκιεβιτς, θα πρέπει να αναφερθεί η περίφημη ιστορική «Κλεοπάτρα», με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία στάθηκε μία τεράστια εμπορική αποτυχία και λόγω του αυξημένου κόστους της, θα φέρει στα όρια της χρεοκοπίας την 20th Century Fox.
Ναι, η ταινία που αποτελεί αν μη τι άλλο μία ψυχαγωγική απόλαυση, που εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα και μας αρέσει να τη βλέπουμε συνεχώς, ήταν η αποτυχία του Μάνκιεβιτς. Ναι, αυτός ήταν ο Τζο Μάνκιεβιτς, που ακόμη και οι αποτυχίες του θα παραμένουν αναλλοίωτες στο χρόνο, θα μας ταξιδεύουν για πάντα.
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ