Date:
Το Παρίσι μπορεί να συμπεριλάβει πολλά μονοδιάστατα και αντιφατικά μεταξύ τους. Σίγουρα οι μελιτζάνες παπουτσάκια δεν βρίσκονται μέσα στη λίστα. Το ελληνικό εστιατόριο, MARIAS, τα έβαλε στο παιγνίδι.
Ο Θεόδωρος και ο Γιώργος Γεννιτσάκης άνοιξαν ένα κομψό «μαγειρείο το πρωί-τζαζ μπαρ το βράδυ» στο ένατο διαμέρισμα της πόλης για να κάνουν το όνειρο της μαμάς τους πραγματικότητα.
-Ποια είναι η ιστορία σου; Από που έρχεσαι και που πηγαίνεις;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Παρίσι. Οι γονείς μου είναι από ένα χωριό κοντά στις Σέρρες, στο οποίο πήγαινα και συνεχίζω να πηγαίνω πολύ συχνά. Ήρθαν τέλη του 70s στην πόλη του φωτός. Ασχολούμαι εδώ και πολλά χρόνια με τον χώρο της μόδας, στον οποίο εργάζομαι μέσω της διαφημιστικής εταιρίας και των ρούχων Pressure, τις οποίες έχω μαζί με τον αδερφό μου, τον Γιώργο.
Δουλεύουμε για διάφορα fashion και luxury brands και τρέχουμε το brand μας δίνοντας παραγγελίες σε διάφορα μαγαζιά σε όλο τον κόσμο. Το ξεκινήσαμε το 2014. Το κόνσεπτ μας ήταν πάντα η ελληνική και η μεσογειακή κουλτούρα.
Εδώ και είκοσι χρόνια εργάζομαι σε αυτόν τον χώρο. Ταξίδεψα πολύ εξαιτίας της δουλειάς μου αλλά πάντα ο αγαπημένος μου προορισμός ήταν και παραμένει η Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια πηγαίνω πολύ πιο συχνά και με βλέπω εκεί για το δεύτερο κομμάτι της ζωής μου. Αυτός είναι ο στόχος.
-Ποια είναι η ιστορία του εστιατορίου της ΜARIAS;
Η μαμά μας δουλεύει εικοσιπέντε χρόνια στον χώρο του φαγητού στο Παρίσι, κυρίως πάνω σε ελληνικά και παραδοσιακά φαγητά. Ήταν το όνειρό της να έχει δικό της μαγαζί σε αυτήν την πόλη, στο οποίο θα μπορεί να μοιράσει την αγάπη που έχει για την κουζίνα του τόπου της.
Με τον αδερφό μου θέλαμε επίσης να ολοκληρώσουμε κάπως το μήνυμα που έχουμε αγκαλιάσει με την εταιρία μας και το brand με τα ρούχα μας. Ένα εστιατόριο ήταν καλή ιδέα, οπότε το ανοίξαμε για τη μαμά μας και μας έδωσε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε ακόμα πιο έντονα την κουλτούρα μας με τους πελάτες μας.
-Ποια είναι η φιλοσοφία του μενού;
Το μενού είναι όλα τα φαγητά της μαμάς. Δεν έχουμε τυπωμένο μενού στο εστιατόριο γιατί η μαμά αλλάζει κάθε μέρα.
Είμαστε κι εμείς σαν τους πελάτες, ανακαλύπτουμε τα φαγητά όταν πηγαίνουμε το πρωί στο μαγαζί. Οπότε είναι όλοι καλεσμένοι, μαζί με αυτούς κι εμείς, να πάμε στη μαμά να μας πει τα φαγητά της ημέρας ανάλογα με την έμπνευσή της.
Είναι όλα παραδοσιακά φαγητά αν και κάποια τα έχει αλλάξει λίγο η μαμά και τα έχει κάνει με τη δική της μυστική συνταγή. Έχουμε επίσης πολλά ελληνικά προϊόντα που πουλάμε στο μαγαζί και μία κάβα με ελληνικά, φυσικά κρασιά.
Όλα τα προϊόντα μας είναι ελληνικά, από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Επίσης, έχουμε και κάποια που φέρνουμε από τον νομό Σερρών, που δεν τα έχουν άλλοι στο Παρίσι. Οι Σέρρες δεν είναι γνωστές για τα προϊόντα τους όμως έχουν φανταστική πρώτη ύλη. Όπως λουκάνικα, μπύρες και πολλά ακόμα.
Συνήθως, οι πελάτες μας, έρχονται το μεσημέρι για τα μαγειρευτά φαγητά και το βράδυ πιο πολύ για τα κρασιά και τους μεζέδες. Το μαγαζί λειτουργεί κάθε μέρα εκτός της Δευτέρας. Οπότε όλη την μέρα έχει κίνηση, περνούν για take away, για καφέ, κάποιοι απλά για να μιλήσουν με τη μαμά μας.
Όλα τα προϊόντα μας είναι ελληνικά, από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
-Ποιο είναι το αγαπημένο σου πιάτο;
Το αγαπημένο μου πιάτο είναι οι μελιτζάνες παπουτσάκια. Με light φέτα και μια χωριάτικη. Μου αρέσει πολύ να τρώω απλά φαγητά όπως πατάτες, τυροκαυτερή και χόρτα. Και τα φασόλια επίσης αγαπώ πολύ.
-Αγαπούν οι Γάλλοι το ελληνικό φαγητό;
Το αγαπούν πολύ. Όχι μόνο οι Γάλλοι, όλοι νομίζω ότι αγαπούν το ελληνικό φαγητό. Πάντως έρχονται πολύ συχνά στο μαγαζί γείτονες Γάλλοι και φυσικά έχουμε πελάτες πολλούς Έλληνες, που τους λείπει η Ελλάδα και το μαμαδίστικο φαγητό.
-Η Γαλλική με την Ελληνική κουζίνα δεν συναντιούνται σε πολλά σημεία. Κάνω λάθος;
Η γαλλική κουζίνα είναι πιο βαριά και πολύ πιο δουλεμένη. Όπως εμείς έχουμε τη φέτα πάντα δίπλα στο κάθε πιάτο αυτοί έχουν το βούτυρο και την κρέμα μαγειρεμένα μέσα στα φαγητά τους.
Η κουλτούρα του εστιατορίου μας είναι να μοιράζονται όλα στη μέση και όταν το βλέπουν αυτό ενθουσιάζονται, έτσι όπως τα φέρνει η μαμά μου τα πιάτα μαζεμένα και τους εξηγεί ότι όλα είναι για όλους.
Ποιο οικογενειακό τραπέζι δε γίνεται. Μου αρέσει πολύ η γαλλική κουζίνα αλλά η ελληνική κουβαλάει μια έξτρα ενέργεια, κάτι ενωτικό. Γεμίζει το τραπέζι και νιώθεις ότι κάπου ανήκεις.
-Ποιο είναι το κόνσεπτ της διακόσμησης;
Η διακόσμηση είναι τυπική για μαγαζί που μπορείς να βρεις στα προάστεια μιας πόλης.
Είναι λίγο 70s, λίγο 80s αλλά έχει και κάποιες μοντέρνες λεπτομέρειες.
Φωτογραφίες της οικογένειας είναι πάνω στους τοίχους ενώ υπάρχουν και φωτογραφίες από το χωριό μας σήμερα, τα παιδάκια στην πλατεία, στη θάλασσα, άγρια και ελεύθερα άλογα καθώς και ζουρνάδες.
Το πάτωμα είναι μαρμάρινο και οι καρέκλες ξύλινες. Ο φωτισμός αλλάζει ανάλογα με τον καιρό και την ώρα. Την ημέρα είναι δυνατά σαν σε καντίνα και το βράδυ είναι πιο χαμηλά για να δώσουμε μια χαλαρή ατμόσφαιρα όπως κάποιο ξεχασμένο τζαζ κλαμπ της Αθήνας.
-Ποιο είναι το μυστικό για να γίνει ένα εστιατόριο στέκι;
Η κουζίνα και τα άτομα με τα οποία έχει επαφή. Είμαστε μια οικογένεια. Η μαμά είναι το πρώτο πρόσωπο που θα δούμε. Ο μπαμπάς προσέχει γενικά ποιος τρώει καλά, ποιος κάτι τι, αν όλοι είναι στο πόστο τους στην κουζίνα και αν όλα τα προϊόντα είναι όπως πρέπει να είναι.
Έχει ταλέντο στο να διαλέγει φρέσκα προϊόντα γιατί γενικά του αρέσει πολύ το φαγητό και είναι καλοφαγάς. Ο αδερφός μου, ο Γιώργος, είναι αυτός που τρέχει όλο το μαγαζί κι εγώ το κομμάτι της εικόνας και της διακόσμησης. Μια καλή ομάδα κάνει ένα καλό στέκι, τελικά.
-Πώς θα περιέγραφες την ελληνική κουζίνα σε κάποιον που δεν τη γνωρίζει καθόλου;
Η γη στο στόμα σου. Απλά, αληθινά, φρέσκα, εύκολα. Μια κουζίνα που μοιράζεται. Γενναιοδωρία και τιμιότητα. Επίσης, πιστεύω ότι η ελληνική κουζίνα αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Μέχρι σήμερα ήταν συνηθισμένο να βρεις απλό, μαγειρεμένο φαγητό αλλά νιώθω ότι γίνεται ακόμα πιο θεματική με μίξεις στις γεύσεις κάτι που έχει πραγματικά πολύ ενδιαφέρον. Ανυπομονώ να το δω να περπατάει στον σωστό δρόμο.
πηγή in.gr