Το ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα στην Πολωνία ήταν γνωστό για τις γρήγορες και βάναυσες μεθόδους δολοφονίας, με τα περισσότερα θύματα να πεθαίνουν λίγο μετά την άφιξή τους. Υπολογίζεται ότι 800.000 έως 974.000 Εβραίοι από την Πολωνία, από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερεζίενσταντ και τις κατεχόμενες από τους Βούλγαρους ζώνες της Ελλάδας (Θράκη) και της Γιουγκοσλαβίας, Ρομά και χριστιανοί Πολωνοί δολοφονήθηκαν από τον Ιούλιο του 1942 έως το Νοέμβριο του 1943. Σήμερα στο Μουσείο της Τρεμπλίνκα παρουσιάζεται η ιστορία του στρατοπέδου και ένα μνημείο αποτελούμενο από στοιβαγμένα ακατέργαστα γρανιτένια μπλοκ, περιτριγυρισμένο από 17.000 πέτρες είναι αφιερωμένο στα θύματα.
Το χωριό Κάνδανος στην Κρήτη καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και 180 κάτοικοί του εκτελέστηκαν σε αντίποινα για την αντίσταση που πρόβαλαν κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης. Οι Γερμανοί τοποθέτησαν στην είσοδο του χωριού επιγραφές, στα γερμανικά και στα ελληνικά. Είναι το μοναδικό μέρος, στο οποίο άφησαν γραπτά στοιχεία για τις καταστροφές που προκάλεσαν. Αντίγραφα των επιγραφών αποτελούν το Μνημείο Κανδάνου στο κέντρο του χωριού.
Στις όχθες του Δούναβη, στο Νόβι Σαντ μια μπρούτζινη σύνθεση ύψους τεσσάρων μέτρων είναι ένα από τα μνημεία της Σερβίας που συγκινούν περισσότερο. Η τοποθεσία δίπλα στο ποτάμι δεν είναι τυχαία. Τον Ιανουάριο του 1942, ο Δούναβης έγινε μαζικός τάφος. Στην αποβάθρα του ποταμού, οι ουγγρικές κατοχικές δυνάμεις πραγματοποίησαν μαζικές εκτελέσεις και έριξαν ανθρώπους στα παγωμένα νερά.
Μέσα σε μόλις τρεις ημέρες από την επιδρομή στο Νόβι Σαντ, πάνω από 1.500 κάτοικοί του εξαφανίστηκαν στα νερά του Δούναβη… γενιές ανθρώπων, μια ολόκληρη πόλη.
Το 1971 ανεγέρθηκε το μνημείο «Οικογένεια», έργο του γλύπτη Γιόβαν Σολντάτοβιτς και το 1992 συμπληρώθηκε με 78 πλάκες που φωτίζουν περαιτέρω το ιστορικό πλαίσιο. Τα θύματα ήταν Σέρβοι, Εβραίοι και Ρομά.
Εικόνες στρατοπέδων εξόντωσης, μαρτυρικών χωριών, στρατιωτικών κοιμητηρίων και μνημείων αφιερωμένων σε ανθρώπους που βίωσαν τη βία από ανθρώπους συνθέτουν την έκθεση φωτογραφίας «Χώροι Μνήμης, Τόποι Μαρτυρίου» του Νίκου Κοσμίδη, υποψήφιου διδάκτορα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης που εγκαινιάστηκε χθες στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, στη Θεσσαλονίκη.
Οι φωτογραφίες, που καταγράφουν τους τόπους όπως τους βιώνουν σήμερα οι επισκέπτες και οι προσκυνητές, αποτελούν μέρος δεκαετούς επιτόπιας έρευνας πάνω σε σημεία και τοπόσημα σκοτεινής μνήμης του ευρωπαϊκού χώρου. Η έκθεση φωτογραφίας αποτελεί σκέλος του προγράμματος «Δράσεις Ιστορίας, Μνήμης και Πολιτισμού», που αποσκοπεί στην ανάδειξη της κοινωνικής, χωρικής και υλικής μνήμης με έμφαση στην πολιτισμική συνύπαρξη.
Το 2005, στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού προγράμματος νεότητας, ο Νίκος Κοσμίδης επισκέφθηκε πρώτη φορά το Άουσβιτς. Αργότερα ως συμμετέχων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, επισκέφθηκε τους χώρους μνήμης με μια άλλη οπτική και στο πλαίσιο άλλων προγραμμάτων.
Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας άρχισε να ασχολείται πιο συστηματικά και τώρα κάνει το διδακτορικό του στη Σχολή Αρχιτεκτόνων με σχετικό αντικείμενο, την έννοια της χωρικότητας της μνήμης, δηλαδή πώς σχετίζονται ο χώρος και η μνήμη.
«Αυτό που προσπαθώ να παρουσιάσω με τις εκθέσεις δεν είναι απλά μία ανείπωτη ιστορία πόνου, αλλά ένα μήνυμα οικουμενικής αλληλεγγύης, μεταξύ των ανθρώπων, ανθρώπων που μπορεί να προέρχονται από εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα και μαρτύρησαν, βίωσαν τη βία από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αυτό που με συγκλόνισε εξαρχής είναι πώς μπορούν να συναντηθούν άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους στο μαρτύριο», είπε ο κ. Κοσμίδης, προσθέτοντας ότι το διακύβευμα για όλους τους ανθρώπους είναι η ειρήνη, ότι οι άνθρωποι απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης επιδιώκουν την ειρήνη.
«Ο 20ος αιώνας είναι γεμάτος από μαρτύριο, δεν είναι ένας αιώνας ειρήνης, οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι αιματοκύλισαν τον κόσμο και η εργαλειοποίηση της μνήμης είναι παρούσα. Προσπαθώ να δω τα μνημεία της ιστορίας, χώρους μαρτυρικούς που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι: Χορτιάτης, Δίστομο, Καλπάκι, Καυκάκι, Κοσμάτι και πολλά άλλα. Υπάρχουν χωριά που ξεκληρίστηκαν και δεν κατάφεραν ποτέ να ορθοποδήσουν ή ερημοποιήθηκαν», επισήμανε ο κ. Κοσμίδης, ο οποίος ξενάγησε το κοινό στην έκθεση.
Τόνισε, όμως, ότι μιλάμε συχνά για τους μαρτυρικούς τόπους και αναφερόμαστε μόνο στο γεγονός της σφαγής. «Δεν κλείνει εκεί η βία. Συνεχίζεται για 10,20, 30 χρόνια, μέχρι σήμερα, όταν άνθρωποι δεν μπορούν να βρουν φωτογραφίες και αντικείμενα των παππούδων τους, γιατί τα σπίτια τους κάηκαν. Τα δισέγγονα είναι ακόμη φορείς αυτής της μνήμης και εμείς που ασχολούμαστε με τις Μνημονικές Σπουδές πρέπει να τους βοηθήσουμε με τη συνεργασία των φορέων και των Μουσείων», ανέφερε.
Συνεργασία δύο φορέων με όραμα τη διατήρησης της ιστορικής μνήμης
«Η έκθεση φωτογραφίας “Χώροι Μνήμης, Τόποι Μαρτυρίου” του Νίκου Κοσμίδη, ένα έργο βαθιάς ευαισθησίας και ιστορικής συνείδησης, μας καλεί να σταθούμε με σεβασμό απέναντι στους τόπους που φέρουν τα ίχνη της ανθρώπινης οδύνης, της θυσίας και της αντίστασης. Μας θυμίζει πως η ιστορική μνήμη δεν είναι ένα κλειστό κεφάλαιο του παρελθόντος, αλλά ένας ζωντανός διάλογος με το παρόν και το μέλλον — ένα κάλεσμα σε αναστοχασμό, ευθύνη και ανθρωπιά», τόνισε η διευθύντρια του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας, Αθηνά Παυλίδου.
Μέσα από τον φακό του Νίκου Κοσμίδη, οι χώροι αυτοί αναδεικνύονται ως τόποι ιστορικής μαρτυρίας και συλλογικού στοχασμού, που υπενθυμίζουν τα τραγικά ίχνη της βίας και του πολέμου, είπε η κ. Παυλίδου, σημειώνοντας ότι η έκθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των δράσεων που τιμούν τη συμπλήρωση 80 χρόνων από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πραγματοποιείται σε συνεργασία με το πρόγραμμα «Δράσεις Ιστορίας, Μνήμης και Πολιτισμού» και τελεί υπό την υποστήριξη του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, ενός φορέα που με συνέπεια προάγει τον πολιτισμό και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης.
«Αυτή η διττή συνεργασία αποτελεί για εμάς μια εξαιρετικά ευτυχή συγκυρία και ευχόμαστε να αποτελέσει την αφετηρία για μια σειρά από κοινές δράσεις και εκδηλώσεις, που θα συνεχίσουν να ενώνουν φορείς, ανθρώπους και ιδέες γύρω από τον κοινό στόχο της καλλιέργειας της μνήμης και της ιστορικής συνείδησης», ανέφερε.
«Είμαι πολύ χαρούμενη γιατί ξεκινάμε αυτή την υπέροχη συνεργασία που νομίζω ότι θα οδηγήσει στη βαθιά γνώση της ιστορίας μέσα από έναν μοναδικό τρόπο που κατακλύζει την εποχή μας και δεν είναι τίποτα άλλο από την εικόνα», τόνισε η επιμελήτρια της έκθεσης, διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας, καθηγήτρια Σταυρούλα Μαυρογένη. Επισήμανε ακόμη ότι το υλικό της έκθεσης προβληματίζει, «καθώς αναδεικνύει ότι οι άνθρωποι πολλές φορές μέσα από την εξουσία, την ανάγκη να υπερισχύσουν, δημιουργούν ιδεολογίες, οι οποίες μας καταστρέφουν ως ένα ανθρώπινο γένος».
Μέσα από τις φωτογραφίες μιλάμε για τους ανθρώπους, τα αθώα θύματα που φύγανε, για ηρωικές πράξεις, για την κτηνωδία, την τρέλα του πολέμου, του τόπους μαρτυρίου είπε και αναφέρθηκε στην ιστορία του «Λευκού Ρόδου» της αντιστασιακής οργάνωσης που δημιουργήθηκε από φοιτητές στο Μόναχο, έδρασε στη ναζιστική Γερμανία, απέρριπτε τον φασισμό και τον μιλιταρισμό και προσπάθησε να αφυπνίσει τον γερμανικό λαό, με μηνύματα όπως: «Δεν θα σωπάσουμε. Είμαστε η συνείδησή σας. Ποτέ δε θα κάνουμε ειρήνη μαζί σας»
Η εκπρόσωπος του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, Χαρούλα Χριστοδούλου τόνισε ότι η πρώτη κοινή δράση του Ιδρύματος με το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα ενώνει δύο φορείς με κοινή αγάπη και μέριμνα για την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό του τόπου μας. «Το Ίδρυμά μας, που ιδρύθηκε το 1998 με πρωτοβουλία της αείμνηστης Βιργινίας Τσουδερού, έχει πορευθεί όλα αυτά τα χρόνια ως πρότυπο πολιτιστικής δραστηριότητας, αναδεικνύοντας τον πλούτο της Θράκης, διαφυλάσσοντας με σεβασμό μνημεία της βιομηχανικής μας κληρονομιάς και προσφέροντας πλούσιο και σημαντικό εκπαιδευτικό έργο. Αντίστοιχα, το Κέντρο Έρευνάς του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, λειτουργεί αδιάλειπτα από το 1986 ως φάρος ιστορικής έρευνας και τεκμηρίωσης, υπηρετώντας με συνέπεια τη γνώση και τη μνήμη», υπογράμμισε η κ. Χριστοδούλου.
Η σημερινή έκθεση επιχειρεί, όπως τόνισε, να φωτίσει τη σύνθετη σχέση ανάμεσα στον χώρο και τη μνήμη και δεν είναι μόνο μια συνεργασία, αλλά μια γόνιμη σύμπραξη δύο κόσμων με ένα κοινό όραμα: την ανάδειξη και διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς μέσα από τη δύναμη της δημιουργίας, της επιστήμης, και της παιδείας.
Εγκαινιάζοντας την έκθεση, ο αντιπεριφερειάρχης Πολιτισμού και Αθλητισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Χρήστος Μήττας τόνισε ότι στις μέρες μας, η διαφύλαξη και η ανάκτηση της ιστορικής μνήμης αποτελεί μια πολύ κρίσιμη αναγκαιότητα και ότι το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα με την εξαιρετική δουλειά όλα αυτά τα χρόνια, είναι ένας ζωντανός φάρος και ταυτόχρονα οδηγός προς αυτή την κατεύθυνση.
Στις προσπάθειες που καταβάλλονται εδώ και πέντε χρόνια για να αναγνωριστεί ως μαρτυρικό χωριό το Άνω Καρυόφυτο Ξάνθης, στο οποίο τον Σεπτέμβριο του 1944 τα βουλγαρικά στρατεύματα προχώρησαν σε μαζική εκτέλεση των κατοίκων, αναφέρθηκαν εκπρόσωποι του Συλλόγου Απογόνων Προσφύγων Καρυοφύτου και του Πολιτιστικού Συλλόγου Κατοίκων & Φίλων Άνω Καρυοφύτου.
«Η μνήμη είναι ένα χάρισμα που διαθέτουμε εμείς οι άνθρωποι, έτσι ώστε, ενθυμούμενοι, να μην οδηγηθούμε ξανά στα λάθη του παρελθόντος» τόνισε σε χαιρετισμό που απέστειλε η Ελένη Winckel-Μωραΐτου, μέλος της Διεθνούς Επιτροπής του γυναικείου Στρατοπέδου Συγκέντρωσης του Ράβενσμπρυκ της Γερμανίας. Υπογράμμισε ακόμη ότι «με αυτή την έκθεση, ο Νίκος Κοσμίδης βάζει κάθε φορά ένα λιθαράκι, έτσι ώστε η ατομική μνήμη να μετατραπεί σε μνήμη για όλη την κοινωνία των πολιτών».
Στο πλαίσιο της έκθεσης, που θα διαρκέσει έως τις 31 Ιανουαρίου 2026, θα υλοποιηθούν θεματικές ξεναγήσεις για την εκπαιδευτική κοινότητα, καθώς και ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα μέσα από το οποίο οι μαθητές και οι μαθήτριες θα προσεγγίσουν την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ















