Πουλώντας 66 έργα του, κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να αγοράσει το πολυπόθητο εισιτήριο για να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Η άφιξή του στη χώρα μας ήταν καθοριστική τόσο ως έμπνευση για τα έργα του, όσο και για την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Ο Alexis Gritchenko, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, «επιστρέφει» μετά από έναν αιώνα στην Ελλάδα, μέσω της έκθεσης «Alexis Gritchenko (1883-1977). Η Ελληνική Περιπέτεια. Ένας Ουκρανός Πρωτοπόρος στην Ελλάδα», που ανοίγει αύριο τις πύλες της στο MOMus-Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη (Μονή Λαζαριστών, Θεσσαλονίκη).
Με την είσοδο του ο επισκέπτης στον πρώτο όροφο του Μουσείου, συναντά έναν χώρο τεκμηρίωσης, ενώ η έκθεση ξεκινά χρονολογικά από το 1919, όταν ο Γκρίτσενκο εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ρωσία, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και δημιούργησε τα πρώτα του έργα εκεί. «Ο Γκρίτσενκο, ήδη από τα χρόνια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία και τέχνη. Στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να επισκέπτεται βυζαντινές εκκλησίες, να μελετά τα χρώματα στις εικόνες και φυσικά εντυπωσιάζεται από τη φαντασμαγορία -όπως γράφει ο ίδιος- αυτής της μεγάλης πόλης και την αίσθηση της Ανατολής», εξηγεί στην ξενάγηση προς τους δημοσιογράφους η καλλιτεχνική διευθύντρια του MOMus-Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη, Μαρία Τσαντσάνογλου. Τα έργα της περιόδου αποδίδουν τζαμιά, παζάρια και σκηνές της πόλης, ενώ εκτίθενται σε καβαλέτα ώστε να αποπνέουν την αίσθηση ότι μόλις ολοκληρώθηκαν, παραπέμποντας στον τρόπο που ο ίδιος ζωγράφιζε επιτόπου, στη φύση.
Η γνωριμία του με τον Αμερικανό αρχαιολόγο Thomas Whitmore, που εκείνη την εποχή εργαζόταν στην αποκατάσταση της Αγίας Σοφίας, αποδείχθηκε καθοριστική. Ο Whitmore αγόρασε 66 ακουαρέλες, επιτρέποντας στον Γκρίτσενκο να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειάζονταν για να ξεκινήσει το πολυπόθητο ταξίδι του στην Ελλάδα, εν μέσω της Μικρασιατικής Εκστρατείας και των τεταμένων σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας.
Στην έκθεση παρουσιάζονται αποσπάσματα από το ημερολόγιό του, όπου καταγράφει τον ενθουσιασμό του για το ταξίδι που ξεκίνησε την 1η Απριλίου 1921 και ολοκληρώθηκε την επόμενη μέρα με τελικό προορισμό τον Πειραιά. Εικάζεται ωστόσο ότι μεσολάβησε στάση στη Θεσσαλονίκη, καθώς εκτίθεται έργο του από τον Ναό Προφήτη Ηλία.
Στην Αθήνα ενεργοποιείται αμέσως, γνωρίζεται με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής και ξεκινά περιπλανήσεις σε όλη τη χώρα. «Επισκέφθηκα όσα μέρη στην Ελλάδα ήταν δυνατό να επισκεφτώ», σημειώνει στο ημερολόγιό του. Μυστράς, Δελφοί, Κρήτη, Ολυμπία, Μήλος, είναι κάποιοι από τους σταθμούς του, τόποι που αποτυπώνονται με ένταση στη ζωγραφική του.
Η πρώτη του έκθεση στην Ελλάδα πραγματοποιείται τον Απρίλιο του 1921 στον Σύλλογο «Παρνασσός», και η δεύτερη -και τελευταία έως σήμερα- στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο τον Δεκέμβριο του 1922. Ο Τύπος της εποχής υποδέχεται με ενθουσιασμό τον καλλιτέχνη που «ήρθε από τη Σοβιετική Ρωσία», καταγράφοντας μάλιστα τα ονόματα πολλών από τους Έλληνες αγοραστές των έργων του. «Είμαι σίγουρη ότι αυτή η έκθεση θα ανοίξει πόρτες ώστε να ανακαλύψουμε κι άλλα έργα του που βρίσκονται στην Ελλάδα», υπογραμμίζει η κ. Τσαντσάνογλου.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η συστατική επιστολή του καθηγητή Αδαμάντιου Αδαμαντίου, τότε διευθυντή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Γραμμένη στα γαλλικά, λειτούργησε -όπως εξηγεί η Τσαντσάνογλου- ως πραγματικό «διαβατήριο» για τις πρώτες του εκθέσεις στη Γαλλία, όπου τελικά θα εγκατασταθεί μόνιμα.
Οι «Χορευτές» και η παρεξήγηση με τον Παρθένη
Εντυπωσιακή είναι η ενότητα της έκθεσης με τη σειρά έργων που ο Γκρίτσενκο ονόμασε «Χορευτές». Περιλαμβάνει πέντε πρωτότυπα έργα και αρκετές αναπαραγωγές, ενώ η παρουσία τριών αγγείων από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης φωτίζει την πηγή της έμπνευσής του: τις αρχαιοελληνικές χορευτικές μορφές.
«Δύο από αυτά τα έργα μέχρι πρόσφατα αποδίδονταν λανθασμένα στον Παρθένη, με τον οποίο ο Γκρίτσενκο είχε αναπτύξει στενή φιλία. Προφανώς, μετά τον θάνατο του Παρθένη, δωρήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη ως δικά του», εξηγεί η κ. Τσαντσάνογλου. Η έκθεση αποκαθιστά πλέον την πραγματική τους πατρότητα και φέρνει στο φως ένα σημαντικό κομμάτι της καλλιτεχνικής ιστορίας που είχε …θολώσει μέσα στον χρόνο.
Η έκθεση ολοκληρώνεται με ένα έργο του Γκρίτσενκο με θέμα το Παρίσι, το οποίο πιθανότατα κοσμούσε το εργαστήριό του, αφού σε άλλο έργο όπου απεικονίζει το στούντιό του, διακρίνεται ο συγκεκριμένος πίνακας.
Στην ξενάγηση παρών ήταν και ο συλλέκτης και συν-επιμελητής της έκθεσης, Michel Lièvre-Markovitch, ο οποίος διαθέτει τη μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή έργων του καλλιτέχνη.
Τονίστηκε επίσης η δυσκολία του εγχειρήματος συγκέντρωσης των έργων, ιδιαίτερα από την Ουκρανία λόγω των γεωπολιτικών συνθηκών. Παρ’ όλα αυτά, έργα από το Λβιβ και άλλες ουκρανικές συλλογές έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, μαζί με δάνεια από Τουρκία, Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ και Ελλάδα.
Όπως σημειώνει το MOMus, η έκθεση στοχεύει να δώσει στον Αλέξις Γκρίτσενκο τη θέση που του αναλογεί μέσα στην ελληνική ιστορία της τέχνης. Κι ίσως, έναν αιώνα μετά, να θυμίσει πως η Ελλάδα δεν υπήρξε απλώς ένα τοπίο για εκείνον, αλλά η στιγμή που μεταμόρφωσε για πάντα τη ματιά του.
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ














