Ντόρα Μπακογιάννη: Κανείς στη διεθνή κοινότητα δεν είναι διατεθειμένος να συζητήσει αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης και αλλαγή συνόρων
Date:
Η βουλευτής Χανίων και πρώην υπουργός εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη συμμετείχε στη συζήτηση που διοργάνωσε το Ίδρυμα της βουλής των Ελλήνων και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» με θέμα: «Η Συνθήκη της Λωζάννης από το χθες στο σήμερα».
Αναφερόμενη στη συνθήκη της Λωζάννης και στον αναθεωρητισμό της Τουρκίας η Ντόρα Μπακογιάννη εξέφρασε την άποψη ότι οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στην Τουρκία, σε συνδυασμό με την άνοδο του ισλαμο-εθνικισμού αποκλείεται να άφηναν τις σχέσεις μας ανεπηρέαστες. «Η άνοδος ενός ισλαμικού, εθνικολαϊκού κόμματος με οθωμανικά όνειρα, όπως το ΑΚΡ, θεωρώ ότι αναπόφευκτα θα οδηγούσαν σε ένα, λιγότερο ή περισσότερο, έντονο αναθεωρητισμό» είπε.
«Μπορεί για τον Ερντογάν η αναθεωρητική πολιτική να είναι και ανάγκη εκλογική, αλλά για τους κεμαλιστές αντιπάλους του, που πλειοδοτούν σε αναθεωρητισμό, είναι καθαρά κληρονομιά του τουρκικού εθνικισμού. Σήμερα, οι απόψεις που εκφράζει το τουρκικό πολιτικό σύστημα είναι πιθανόν πιο κοντά σε εκείνες των Νεοτούρκων, παρά σε εκείνες του Κεμάλ ο οποίος, κακά τα ψέματα, σεβάστηκε την συνθήκη όσον αφορά στα εξωτερικά σύνορα. Τον εθνικισμό αυτόν μαζί με τα ισλαμικά στοιχεία και τον λαϊκισμό περιέλαβε και ο Ερντογάν στις δικές του κοσμοθεωρίες» πρόσθεσε.
Επισήμανε δε ότι ενώ ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι όλοι στην Τουρκία ήταν βαθιά ικανοποιημένοι από την Συνθήκη της Λωζάννης και ότι μόνο οι εξελίξεις από το 1955 και μετά έκαναν την Τουρκία πιο επιθετική, δεν είναι απολύτως έτσι. «Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης υπήρχε από την αρχή, σαν ρεύμα κάτω από την επιφάνεια» ανέφερε.
Μιλώντας για τη στάση της χώρας μας υπογράμμισε ότι την πολιτική εγκατάλειψης της Μεγάλης Ιδέας και κάθε αναθεωρητισμού, η Ελλάδα την συνέχισε καθόλη την διάρκεια του ενός σχεδόν αιώνα που μεσολαβεί από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης έως σήμερα. «Υπήρξαμε έκτοτε και συνεχίζουμε να είμαστε, χώρα του status quo. Σπάνια κράτος υπήρξε τόσο συνεπές προς την υπογραφή του όσο η Ελλάδα από το 1923 έως τώρα» είπε.
Τέλος η Ντόρα Μπακογιάννη εξέφρασε την πεποίθηση ότι κανείς στη διεθνή κοινότητα δεν είναι διατεθειμένος να συζητήσει αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης και αλλαγή συνόρων.
Ακολουθεί το σύνολο της ομιλίας της Ντόρας Μπακογιάννη
«Αγαπητοί φίλοι,
Το πάνελ αυτό, που απαρτίζεται από πολιτικούς και όχι από ιστορικούς, δεν έχει την φιλοδοξία να τους αναπληρώσει. Φαντάζομαι ότι κληθήκαμε εδώ και εμείς για να συμβάλουμε από την δική μας οπτική γωνία, την οπτική γωνία των ανθρώπων της ενεργού πολιτικής, σε αυτή την αξιολόγηση του πρώτου αιώνα της Συνθήκης της Λωζάννης. Κληθήκαμε να συμπληρώσουμε, κατά κάποιον τρόπο, τον χώρο των ειδικών που τίμησαν και τιμούν με τις εισηγήσεις τους αυτό το σημαντικό τριήμερο συνέδριο.
Εντυπωσιάστηκα, βέβαια, από την διάρθρωση και τον πλούτο της επιμέρους θεματολογίας του συνεδρίου και λυπάμαι που δεν μπόρεσα να το παρακολουθήσω προσωπικά. Θα έλεγα ότι θα μπορούσαμε να είχαμε προσκαλέσει και ιστορικούς από την γειτονική μας χώρα. Για την Ελλάδα και την Τουρκία μιλάμε άλλωστε. Η Συνθήκη της Λωζάννης, όπως άλλωστε και εκείνη των Σεβρών – και με την παρατήρηση αυτή μπαίνω κατευθείαν στο θέμα μου – είναι από πάσης απόψεως συνδεδεμένη με την Τουρκία. Η Τουρκία ήταν το αντισυμβαλλόμενο μέρος των νικητριών Συμμαχικών Δυνάμεων. Η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν μια συνθήκη που έβαλε ταφόπλακα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δημιουργώντας, κατά κάποιον τρόπο, την σύγχρονη Τουρκία.
Η πορεία εφαρμογής της συνθήκης ήταν γενικά επιτυχής, αν και όχι χωρίς αναταράξεις. Είχαμε τις αλλαγές στο καθεστώς των Στενών και των νήσων Ίμβρου και Τενέδου το 1936 και την παραβίαση, ήδη από το 1926, του καθεστώτος αυτοδιοίκησης της Ίμβρου και της Τενέδου. Με εξαίρεση την εξαντλητική φορολόγηση, με το Βαρλίκ Βεργκισί, των Ελλήνων της Πόλης κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η περίοδος 1923-1955 δεν παρουσίασε μείζονα υποτροπή στην εφαρμογή της Συνθήκης. Έπειτα όμως ήρθαν τα γεγονότα τού Σεπτεμβρίου 1955 με τα οποία άρχισε να επέρχεται η οριστική εξόντωση του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης και η ρήξη Ελλάδας – Τουρκίας.
Φίλες και φίλοι,
Έχει συχνά γραφτεί ότι το Κυπριακό υπήρξε ο καταλύτης επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων συνολικά. Πιθανότατα, αλλά είναι και άγνωστο σε τι βαθμό ισχύει αυτό. Δεν γνωρίζω τι θα είχε συμβεί μεταπολεμικά, έστω και χωρίς το Κυπριακό. Δεν ξέρουμε ποιες θα ήταν σήμερα οι διεκδικήσεις της Τουρκίας αν δεν είχε μεσολαβήσει, τις δεκαετίες ‘50, ‘60 και ‘70 η κρίση του Κυπριακού. Εκφράζω απλώς μια ισχυρή ικασία: ότι οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στην Τουρκία, σε συνδυασμό με την άνοδο του ισλαμο-εθνικισμού αποκλείεται να άφηναν τις σχέσεις μας ανεπηρέαστες. Η άνοδος ενός ισλαμικού, εθνικολαϊκού κόμματος με οθωμανικά όνειρα, όπως το ΑΚΡ, θεωρώ ότι αναπόφευκτα θα οδηγούσαν σε ένα, λιγότερο ή περισσότερο, έντονο αναθεωρητισμό.
Πολύς κόσμος πιστεύει ότι όλοι στην Τουρκία ήταν βαθιά ικανοποιημένοι από την Συνθήκη της Λωζάννης και ότι μόνο οι εξελίξεις από το 1955 και μετά έκαναν την Τουρκία πιο επιθετική. Δεν είναι όμως απολύτως έτσι. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης υπήρχε από την αρχή, σαν ρεύμα κάτω από την επιφάνεια. Η αμφισβήτηση αυτή εκφραζόταν ακόμα και την εποχή της υπογραφής της από μία σημαντική στο μυαλό του Ερντογάν προσωπικότητα, τον Ριζά Νουρ, εκπρόσωπο τότε της Τουρκίας στην Λωζάννη. Πάνω στις απόψεις του Νουρ γράφτηκε ένα βιβλίο το οποίο αποτελεί «Ευαγγέλιο» για τον Ερντογάν και όχι μόνο για αυτόν: «Λωζάννη: Νίκη ή Ήττα;» του Καντίρ Μισίρογλου. Άλλωστε, ο «Εθνικός Όρκος» του 1920, τον οποίο υιοθέτησαν πολλοί κεμαλικοί, περιελάμβανε και περιοχές εκτός των γεωγραφικών ορίων της Συνθήκης της Λωζάννης, όπως τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και την Δυτική Θράκη, μέχρι τον Νέστο. Καθώς φαίνεται λοιπόν, το ρεύμα αυτό του οποίου την άνθιση ζούμε σήμερα ήταν υπαρκτό εξαρχής: ένα παρακλάδι του τουρκικού εθνικισμού όπως άρχισε να διαμορφώνεται από τους Νεότουρκους και αργότερα, με αρκετές διαφοροποιήσεις, από τους Κεμαλικούς. Το ρεύμα αυτό μπορεί να μην ήταν κυρίαρχο μετά το 1923, γιατί ο Κεμάλ μάλλον πίστευε ειλικρινά στο μετά την συνθήκη status quo, αλλά δεν έπαψε να υπάρχει ακόμα και στις τάξεις του Κεμαλισμού. Το γεγονός ότι οι εθνικιστικές απόψεις υπέβοσκαν ανέκαθεν, από την εποχή ήδη της Συνθήκης της Λωζάννης, έχει την σημασία του. Αυτό πιθανόν εξηγεί την υποστήριξη την οποία οι απόψεις αυτές απολαμβάνουν, πολύ πιο έντονα, σήμερα από το σύνολο του τουρκικού πολιτικού κόσμου. Μπορεί για τον Ερντογάν η αναθεωρητική πολιτική να είναι και ανάγκη εκλογική, αλλά για τους κεμαλιστές αντιπάλους του, που πλειοδοτούν σε αναθεωρητισμό, είναι καθαρά κληρονομιά του τουρκικού εθνικισμού. Σήμερα, οι απόψεις που εκφράζει το τουρκικό πολιτικό σύστημα είναι πιθανόν πιο κοντά σε εκείνες των Νεοτούρκων, παρά σε εκείνες του Κεμάλ ο οποίος, κακά τα ψέματα, σεβάστηκε την συνθήκη όσον αφορά στα εξωτερικά σύνορα. Τον εθνικισμό αυτόν μαζί με τα ισλαμικά στοιχεία και τον λαϊκισμό περιέλαβε και ο Ερντογάν στις δικές του κοσμοθεωρίες.
Κυρίες και κύριοι,
Δεν είναι μόνον ο αναθεωρητισμός. Είναι και η τάση για επιβεβαίωση εκτός συνόρων ενός καθεστώτος που δεν έχει στέρεα συνταγματικά ερείσματα στο εσωτερικό. Ένα κράτος χωρίς σταθερή συνταγματική νομιμοποίηση.
Υπάρχει μια κολοσσιαία διαφορά μεταξύ τουρκικής και ελληνικής εθνογένεσης. Η τουρκική δεν στηρίχθηκε ποτέ σε ένα δημοκρατικό, συνταγματικό συμβόλαιο όπως η ελληνική από το 1822 ήδη. Ένα συμβόλαιο που στην Ελλάδα επικυρώθηκε με πιο ουσιαστικό τρόπο το 1864 και αποτέλεσε, με το φιλελεύθερο αυτό σύνταγμα, την βάση όλων των ελληνικών συνταγμάτων. Η σύγχρονη Τουρκία δεν διέθετε ούτε επιδίωξε ποτέ να αποκτήσει ένα τέτοιο δημοκρατικό συμβόλαιο αποδεκτό από όλους, παρά τα εκσυγχρονιστικά μέτρα που σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο έλαβε ο Κεμάλ. Η έλλειψη γερών συνταγματικών βάσεων, μετά τον θάνατο του Κεμάλ οδήγησε σε σειρά κυβερνήσεων πότε κοινοβουλευτικών και πότε δικτατορικών, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η ατελής νομιμοποίηση. Εκτός από την εκτέλεση του Μεντερές, την δικτατορία του Εβρέν, είχαμε, ακόμα και σε πιο κοντινές εποχές, το 1996 το βελούδινο πραξικόπημα κατά του Ερμπακάν και το σημαντικά πιο σοβαρό πραξικόπημα κατά του Ερντογάν το 2016. Το δεύτερο αυτό γεγονός, σηματοδότησε την ριζική στροφή του Ερντογάν, ο οποίος μικρή σχέση είχε πια με τον Ερντογάν που εγώ είχα γνωρίσει, τόσο ως δήμαρχος όσο και ως υπουργός Εξωτερικών.
Φίλες και φίλοι,
Στην Ελλάδα, μετά την Συνθήκη της Λωζάννης, με την καθοριστική επιρροή του Βενιζέλου, αλλά και της ίδιας της μεγάλης καταστροφής του 1922, έγινε μια πραγματική αλλαγή κατεύθυνσης: οι πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους, θεώρησαν την Συνθήκη αυτή ως το νέο «Ευαγγέλιο». Ο αναθεωρητισμός, με βαρύνουσα εξαίρεση τον Πάγκαλο, ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε για πάντα. Άλλωστε, ας θυμηθούμε ποιο ήταν το παγκόσμιο σκηνικό του 1923: η Ελλάδα βρέθηκε απομονωμένη μετά την ήττα. Με γιγάντιο προσφυγικό πρόβλημα. Χωρίς συμμάχους και με πάντοτε επικρεμάμενο τον βουλγαρικό και τον ιταλικό κίνδυνο.
Γι’ αυτό και όλη η μαεστρία του Βενιζέλου, μετά την Συνθήκη της Λωζάννης, όταν ξαναέγινε πρωθυπουργός το 1928, εκδηλώθηκε στον εσωτερικό εκσυγχρονισμό, στα έργα υποδομής, την αποκατάσταση των προσφύγων και την έξοδο της Ελλάδας από την απομόνωση. Αυτό έγινε με σειρά συμφωνιών και προσεγγίσεων που έκανε με την Ιταλία, την Γιουγκοσλαβία και με την ίδια την Τουρκία, με το περίφημο ελληνοτουρκικό Σύμφωνο του 1930.
Αυτή την πολιτική εγκατάλειψης της Μεγάλης Ιδέας και κάθε αναθεωρητισμού, η Ελλάδα την συνέχισε καθόλη την διάρκεια του ενός σχεδόν αιώνα που μεσολαβεί από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης έως σήμερα. Υπήρξαμε έκτοτε και συνεχίζουμε να είμαστε, χώρα του status quo. Σπάνια κράτος υπήρξε τόσο συνεπές προς την υπογραφή του όσο η Ελλάδα από το 1923 έως τώρα.
Αγαπητοί φίλοι,
Η τουρκική αλλαγή στάσης ως προς την Συνθήκη της Λωζάννης έχει, κατά την γνώμη μου, τα εξής αίτια:
Πρώτον, τον τουρκικό εθνικισμό ο οποίος, καίτοι είχε επισήμως εγκαταλειφθεί, εξακολούθησε, όπως σας είπα προηγουμένως, να υποβόσκει ήδη από την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης.
Δεύτερον, και πιο γνωστό, την κρίση στο Κυπριακό, ασφαλώς, και την σημαντική επιδείνωση των σχέσεων των δύο κρατών μας που αυτό επέφερε.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε μια αφορμή της τουρκικής αλλαγής στάσης, την οποία όλοι ίσως αντιλαμβανόμαστε αλλά ελάχιστα συζητάμε. Το 1982, ως γνωστόν, υπεγράφη η Σύμβαση του Μοντέγκο Μπέυ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ευθύς αμέσως, η χώρα μας διακήρυξε την πρόθεσή της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, όπως έχει κάθε δικαίωμα να πράξει, και αυτό για τους Τούρκους ήταν ευθεία απειλή, την εξέλαβαν έτσι. Η ελληνική πρόθεση για επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο, έδωσε αφορμή για μια εξαιρετικά επιθετική τουρκική ενέργεια, το γνωστό σε όλους μας casus belli του 1995.
Το casus belli ακολούθησε, μάλιστα, ευθύς αμέσως η έμπρακτη πλέον αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας με την κρίση των Ιμίων. Τελικά όμως η Τουρκία δεν σταμάτησε ούτε εκεί. Ακολούθησε η θεωρία των «αδέσποτων» ελληνικών νησιών, 152 τον αριθμό, και φτάσαμε φέτος στην άμεση πλέον αμφισβήτηση κυριαρχίας και μεγάλων ελληνικών νησιών, με πρόσχημα την αμυντική οχύρωσή τους.
Γιατί, λοιπόν, είχαμε αυτή την εξέλιξη στην αντιμετώπιση της Συνθήκης της Λωζάννης από την Τουρκία. Συνοψίζω:
– Είναι ο αναθεωρητισμός που ποτέ δεν πέθανε στην Τουρκία όπως στην Ελλάδα.
– Είναι έλλειψη ενός συνεκτικού εθνικού οράματος εσωτερικής αναγέννησης με βάση έναν αποδεκτό συνταγματισμό.
– Είναι τέλος και πολύ προφανώς το Κυπριακό, και προφανώς μια ευρύτερη άρνηση αποδοχής των συνόρων της Λωζάννης. Τα σύνορα τα οποία η Λωζάννη όρισε, οι Τούρκοι τα αμφισβητούν πλέον όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη Συρία και σε άλλες περιοχές. Είναι ένα θέμα που δεν θα απασχολήσει μόνο την Ελλάδα, θα απασχολήσει όλη τη διεθνή κοινότητα, και αν μπορώ να κάνω μια πρόβλεψη είναι ότι κανείς στην διεθνή κοινότητα δεν είναι διατεθειμένος να συζητήσει σοβαρά αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης και αλλαγή συνόρων από ένα κράτος συμβαλλόμενο, πόσω μάλλον από την Τουρκία που ήταν ένα κράτος καθοριστικό. Άρα η συνθήκη της Λωζάννης είναι εδώ, την οφείλουμε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, θα υποστηριχθεί όχι μόνο ως πάγια θέση της εξωτερικής μας πολιτικής αλλά πιστεύω και από όλους τους φίλους και συμμάχους οι οποίοι το τελευταίο που θα ήθελαν να δουν είναι 100 χρόνια μετά να ξανανοίξει ένα θέμα που με την συνθήκη της Λωζάννης έχει κλείσει οριστικά.
Σας ευχαριστώ πολύ.