Date:
Ακριβώς στα μισά του φθινοπώρου, το εγχώριο κινηματογραφικό κύκλωμα επιλέγει να κάνει την αντεπίθεσή του, με την έξοδο έντεκα ταινιών, απ’ τις οποίες οι περισσότερες έχουν έντονο ενδιαφέρον και κάποιες θα δημιουργήσουν αίσθηση. Ανάμεσα στις πρεμιέρες που ξεχωρίζουν «Το Θηρίο» του Μπερτράν Μπονελό, με Λέα Σεϊντού και Τζορτζ ΜακΚάι, «Η Ηλιαχτίδα μου» του Χιρόσι Οκουγιάμα, «Kneecap» του Ριτς Πέπιατ, καθώς και δυο εξαιρετικά ντοκιμαντέρ. Επίσης, προβάλλεται το επίκαιρο βιογραφικό δράμα «The Apprentice», για τον Τραμπ σε νεαρή ηλικία και το «Smile 2», σίκουελ της εμπορικότατης ταινίας τρόμου «Χαμογέλα».
Το Θηρίο
(“La Bete”) Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μπερτράν Μπονελό, με τους Τζορτζ ΜακΚάι, Λέα Σεϊντού, Ντάσα Νεκράσοβα, Κουσλατζί Μαλάντα, Φιλίπ Κατερίν, Ελίνα Λόουενσον κα.
Ένας από τους αντισυμβατικούς σκηνοθέτες του γαλλικού σινεμά συναντιέται με τη γραφή του φημισμένου συγγραφέα Χένρι Τζέιμς και τη νουβέλα του «The Beast in the Jungle», που εκδόθηκε το 1903, για να φιλοσοφήσει, ενίοτε παιχνιδιάρικα ή αφοπλιστικά δημιουργικά πάνω στο πνεύμα του κειμένου, που διασκευάζει ιδιαιτέρως ελεύθερα, αλλάζοντας και το φύλο του κεντρικού χαρακτήρα. Ο ιδιοσυγκρασιακός και γνωστός για την τόλμη του, Μπερτράν Μπονελό («Zombi Child», «Οίκος Ανοχής»), όπως κάθε κινηματογραφιστής που σέβεται τον εαυτό του και τις κλασικές αξίες του γαλλικού σινεμά, θα είναι και φλύαρος ορισμένες φορές, κάτι, που όμως δεν αποδυναμώνει το σημαντικό αποτέλεσμα της ταινίας του.
Η ταινία, που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας, δεν είναι εύκολη, αφού είναι ένας συνδυασμός ρομάντζου εποχής, φουτουρισμού, ψυχολογικού δράματος και μυστηρίου, με ιδιαίτερους αναχρονισμούς και ένα σενάριο εγκεφαλικό – ίσως και παραφορτωμένο.
Μια νέα κι ένας νέος συναντιούνται μυστηριωδώς, ξανά και ξανά, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και τόπους. Τους βλέπουμε στη γαλλική Μπελ Επόκ, σε μια έπαυλη του Παρισιού το 1910, όπου εκείνη, μία καλλιτέχνης, συναντά για πρώτη φορά τον Λούις, νιώθοντας μια μεγάλη έλξη γι’ αυτόν, ακόμη και για να διαλύσει τον γάμο της, στο Λος Άντζελες του 2014, όπου ένα μοντέλο βρίσκεται στο δρόμο ενός εκδικητικού μοναχικού νέου και στο 2044, όπου η τεχνητή νοημοσύνη έχει αναπτύξει τη δυνατότητα εκκαθάρισης από τα ίχνη των προηγούμενων ζωών. Κάθε φορά που συναντιούνται, εκείνη νιώθει μονίμως ένα προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί, εν αντιθέσει με τον νεαρό. Στο τέλος όμως, η ιστορία του ζευγαριού είναι πάντα ίδια, καθώς η αινιγματική σχέση τους διακόπτεται από μια ζοφερή υποψία.
Το σκοτεινό ρομάντζο του Μπονελό, που παίζει με τον χρόνο και τον χώρο, εισχωρεί τολμηρά και ανανεώνει ευφάνταστα την ωραία νουβέλα του Χένρι Τζέιμς, η οποία τοποθετούσε το ζευγάρι στα τέλη του 19ου αιώνα στο Λονδίνο, για να προβάλει τους προβληματισμούς του για τον φόβο του αγνώστου, της απόρριψης, τους εύθραυστους ψυχολογικά ήρωές του. Για να εκφράσει έναν ευρύτερο στοχασμό για τα άγχη που προκαλεί η ταχύτητα των αλλαγών στις συνθήκες της ζωής, τις έμφυτες ανησυχίες και τον τρόμο μπροστά στη ραγδαία εξέλιξη των τεχνολογικών ανακαλύψεων. Και συνάμα, μια προειδοποίηση για το αύριο, όπου η αγάπη υποχωρεί μπροστά στη βολική αποξένωση και τις ραδιούργες μηχανές του μέλλοντος να δουλεύουν για τον αφανισμό της ανθρωπότητας. Και όλα αυτά μαζί, συνθέτουν το πραγματικό «θηρίο» που πρέπει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος.
Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, η πάντα θελκτική και εκφραστική Λέα Σεϊντού και ο ταλαντούχος Τζορτζ ΜακΚάι, έχοντας να αντιμετωπίσουν πολυσύνθετους και διαφορετικούς χαρακτήρες, σε διαφορετικούς χρόνους και κοινωνικές αφετηρίες, θα τα πάνε περίφημα, αν και ορισμένες φορές – ειδικά η πρώτη – φαίνεται να εμπιστεύονται τη μανιέρα, για να τα βγάλουν πέρα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια γυναίκα και ένας άντρας συναντιούνται μυστηριωδώς, ξανά και ξανά, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και τόπους. Τη γυναίκα βασανίζει μονίμως το προαίσθημα ότι κάτι άσχημο αναμένεται να συμβεί. Ο άντρας την καθησυχάζει και της ζητά να του αφεθεί. Κάθε φορά που συναντιούνται, το προαίσθημά της βγαίνει με κάποιον τρόπο αληθινό.
Η Ηλιαχτίδα μου
(“My Sunshine”) Αισθηματική δραματική κομεντί, ιαπωνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Χιρόσι Οκουγιάμα, με τους Σόσουκε Ικεμάτσου, Κεϊτάτσου Κοσιγιάμα, Κιάρα Τακανάσι, Ριούγια Βακαμάντα κα.
Αν και η Αμερική έχει τα πρωτεία, τροφοδοτώντας μας, κατά καιρούς, με αθλητικές ταινίες, που ευτυχώς οι περισσότερες δεν εξασφαλίζουν διανομή στην Ευρώπη, υπάρχουν και ταινίες του συγκεκριμένου είδους από άλλες χώρες, όπως τούτη δω, από την Ιαπωνία, που προβλήθηκε και στο Τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Καννών.
Μια διαφορετική χαμηλόφωνη ταινία, μακριά από θριάμβους, την επικράτηση των αουτσάιντερ, ανταγωνιστικότητες και όλα τα κλισέ που βαραίνουν ή ελαφραίνουν επικίνδυνα το συγκεκριμένο είδος.
Σε ένα μικρό νησί της Ιαπωνίας, η σχολική ζωή ακολουθεί τον κύκλο των εποχών. Η πρώτη χιονονιφάδα σημαίνει πως τα αγόρια σύντομα πρέπει να αλλάξουν το μπέιζμπολ για το χόκεϊ, όμως ο ντροπαλός Τακούγια ενδιαφέρεται περισσότερο για μια συμμαθήτριά του που θέλει να κάνει καριέρα στο καλλιτεχνικό πατινάζ. Μολονότι χάνει τα λόγια του κοντά της, ο προπονητής της επιμένει να τους βάλει να εξασκούνται μαζί, παρότι στη μικρή κοινωνία θεωρείται άθλημα για κορίτσια.
Ο 28χρονος σκηνοθέτης («Jesus»), σε αυτή τη δεύτερη ταινία του, αφηγείται με φρεσκάδα μία απλή, νεανικού έρωτα, ιστορία, που θα ζεστάνει τις καρδιές, αν και διαδραματίζεται σε ένα λαμπερό χιονισμένο τοπίο. Εκεί που, μαζί με το παγοδρόμιο, αντανακλάται το τρυφερό συναίσθημα, η μαγεία της αύρας που αποπνέουν τα δυο παιδιά.
Αποφεύγοντας το έντονο μοντάζ και τα κλισέ ενός αθλητικού φιλμ, ο Οκουγιάμα θα ανιχνεύσει σταδιακά τον συντροφικό δεσμό των δυο παιδιών, σε συνδυασμό με το ήρεμο κλίμα του νησιού, τον χειμώνα που δίνει τη θέση του στην άνοιξη και σε ότι ανθίζει.
Ένα μικρό κινηματογραφικό διαμαντάκι, που καθηλώνει με τα αγνά και ανεπιτήδευτα συναισθήματά του, την εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας και την αισθητική του, ενώ ικανοποιητικά γλιστρούν πάνω στον πάγο και οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε ένα νησί της Ιαπωνίας, ένας ντροπαλός έφηβος θαυμάζει μια συμμαθήτριά του, που διαπρέπει στο καλλιτεχνικό πατινάζ και θα βρεθεί δίπλα της ως παρτενέρ, μετά από την απόφαση του προπονητή τους.
Σύντομη Ιστορία μιας Οικογένειας
(“Brief History of a Family”) Δραματικό θρίλερ, κινέζικης και διεθνούς συμπαραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Λιν Ζιανζέ, με τους Ζου Φενγκ, Λιν Μουράν, Γκουό Κέγιου, Σαν Σιλάν κα.
Με το κρύο αίμα και τη γνώση ενός ανατόμου, ο νεαρός Κινέζος σκηνοθέτης Λιν Ζιανζέ κάνει ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο με αυτό το ψυχολογικό θρίλερ, που έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βερολίνου.
Θέτοντας βαριά ψυχολογικά, κοινωνικά ζητήματα, όπως το νέο φρούτο της μεσοαστικής οικογένειας στην Κίνα, αλλά και γενικότερα θέματα, όπως οι κοινωνικές αντιθέσεις, η αποξένωση της οικογένειας που ζει μέσα στην αφθονία, η έλλειψη επικοινωνίας, ο Ζιανζέ θα στήσει ένα υποβλητικό θρίλερ. Μία ιστορία, που σκηνοθετεί με απαισιόδοξα χρώματα και φωτισμούς, αμφισβητώντας καθιερωμένες αξίες, ακόμη και τον πυρήνα της κοινωνίας, την εικόνα της ιδανικής οικογένειας.
Ένας νεαρός μαθητής που κάνει μονόζυγο θα τον χτυπήσει μια μπάλα στο κεφάλι και πέφτει κάτω. Το περιστατικό θα σημάνει το έναυσμα μίας όχι και τόσο συνηθισμένης φιλίας, ανάμεσα στον Γουέι, παιδί μίας πλούσιας οικογένειας και του Γιαν Σουό, μοναχικό φτωχό συμμαθητή του, που έχει οικογενειακά προβλήματα, ορφανός και με μέθυσο πατέρα. Εθισμένος στα βιντεοπαιχνίδια ο πρώτος, επιμελής μαθητής ο δεύτερος, ζουν και οι δύο στο Τσενγκντού, μία κινέζικη μεγαλούπολη των ακραίων ταξικών αντιθέσεων. Το νεαρό αγόρι μπαίνει στην οικογένεια των πλουσίων ως φίλος, αλλά σταδιακά διεκδικεί όλο και πιο έντονα τη θέση του μοναδικού παιδιού, χωρίς να είναι σαφές το κίνητρό του, ενώ το βιολογικό παιδί της οικογένειας αντιδρά.
Έχοντας θεαματικά συμπυκνωμένη γνώση από μεγάλους Ευρωπαίους και Ασιάτες δημιουργούς, που διακρίθηκαν πάνω στην ψυχολογική ανάλυση των ηρώων τους, ο Ζιανζέ παρακολουθεί με την κάμερα τον παρείσακτο εισβολέα, προβάλλοντας μικρές εσωτερικές εντάσεις, αδιόρατους ψυχικούς κραδασμούς που προκαλεί η παρουσία του σε ένα πολυτελές σπίτι.
Στο παγωμένο σκηνικό του σπιτιού, όπου το έλλειμμα των συναισθημάτων είναι χαρακτηριστικό, εν αντιθέσει με την αφθονία και τον πλούτο, ο σκηνοθέτης αναπτύσσει τον προβληματισμό του για την ψυχρότητα της σχέσης του προνομιούχου γιου με τους γονείς του. Η οικογενειακή εστία, περίκλειστη από τη φασαρία της μεγαλούπολης και τα εξωτερικά ερεθίσματα, δείχνει να ασφυκτιά, κάτι που τονίζεται από τους τόνους τού γκρι και τα αυστηρά γεωμετρικά σχήματα των πλάνων του Ζιανζέ και ορισμένες φορές δημιουργούν ένα αίσθημα κλειστοφοβίας.
Ταυτόχρονα, η αγωνία κλιμακώνεται, με τον μυστηριώδη εισβολέα και τις σχέσεις που αναπτύσσει με την οικογένεια, ως μία αναμέτρηση ανάμεσα σε προνομιούχους και παρίες, μέχρι να μετατοπίσει το ενδιαφέρον του προς τον βιολογικό γιο της οικογένειας και ο Ζιανζέ και να χάσει το κέντρο βάρος της ταινίας του, η οποία αποδυναμώνεται περαιτέρω και με το ασαφές φινάλε του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε ένα έθνος που αναγκάστηκε να μεγαλώνει μοναχοπαίδια, ένα μικροατύχημα ανοίγει την κερκόπορτα μιας μεσοαστικής οικογένειας για να εισβάλει ένα νέο μέλος. Ένα νεαρό αγόρι που αρχικά συστήνεται ως «φίλος», αλλά σταδιακά διεκδικεί όλο και πιο έντονα τη θέση του μοναδικού παιδιού.
Καμία Άλλη Γη
(“No Other Land”) Πολιτικό ντοκιμαντέρ, παλαιστινιακή παραγωγή 2024, σε σκηνοθεσία Μπάσελ Άντρα, Γιούβαλ Άμπραχαμ, Χάμνταμ Μπάλαλ και Ραχήλ Ζορ.
Συνταρακτικό ντοκιμαντέρ από μία παρέα Παλαιστίνιων και Ισραηλινών ακτιβιστών για την καταστροφή της περιοχής Μασάφερ Γιάτα, στη Δυτική Όχθη και τον τρόμο με τον οποίο ζουν οι κάτοικοί της, περιμένοντας κάθε βράδυ τις ισραηλινές δυνάμεις να τους γκρεμίσουν το σπίτι, να τους διώξουν απ’ τον τόπο τους.
Ο Παλαιστίνιος ακτιβιστής Μπάσελ Άντρα, με την απροσδόκητη βοήθεια ενός Ισραηλινού δημοσιογράφου, του Γιούβαλ Άμπραχαμ, για περισσότερα από πέντε χρόνια καταγράφει τον μεθοδικό ξεριζωμό των Αράβων κατοίκων από τους 19 οικισμούς της Μασάφερ Γιάτα, μίας περιοχής στα όρια της Δυτικής Όχθης. Το πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ, που καθίσταται δικαίως ως κορυφαία στιγμή στην ερευνητική δημοσιογραφία, θα κερδίσει το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου το κοινό θα το αποθεώσει και θα του χαρίσει και το δικό του βραβείο.
Το φιλμ, μπορεί να πλημμυρίζει από εικόνες απόγνωσης και θλίψης, να σοκάρει και να ξεσηκώνει ακόμη και τον πλέον κυνικό θεατή, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει ένα όραμα για το τι θα μπορούσε να γίνει στην εύφλεκτη περιοχή, όπου Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι, ελεύθεροι, θα μπορούσαν να συνεργάζονται στο όνομα της δικαιοσύνης και μιας στοιχειώδους ευημερίας.
Αλλά κακά τα ψέματα, όλα αυτά μοιάζουν πολύ μακρινά, ένα όραμα για αιθεροβάμονες, όταν για μιάμιση ώρα – όσο διαρκεί το ντοκιμαντέρ – βλέπεις τη σταδιακή καταστροφή του χωριού του Μπάσελ Αντρά από θηριώδεις μπουλντόζες, που προστατεύουν πανίσχυρες στρατιωτικές δυνάμεις, στη μεγαλύτερη επιχείρηση εκτοπισμού στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Η Μασάφερ Γιάτα, βρίσκεται σε μία όμορφη ορεινή περιοχή και ανάμεσα στα 20 αρχαία παλαιστινιακά χωριά, στο νότιο άκρο της Δυτικής Όχθης, με τους κατοίκους να ζουν φτωχικά ως αγρότες. Χωριά, που έχουν σβηστεί από τους Ισραηλινούς χάρτες, παρά την παγκόσμια κατακραυγή.
Ένα ντοκιμαντέρ ουρλιαχτό απόγνωσης, όχι μόνο για τα όσα συμβαίνουν στην περιοχή, αλλά και όσα δεν συμβαίνουν στον «πολιτισμένο» κόσμο μας.
Kneecap
(“Kneecap”) Μουσική βιογραφία, ιρλανδικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ριτς Πέπιατ, με τους Μόγκλε Μπαπ, Μο Κάρα, Ντίτζει Πρόβεϊ, Φενούλα Φλάχερτι, Μάικλ Φασμπέντερ κα.
Ταινία που θα λατρέψουν οι νεαρότερες ηλικίες, για το ξέφρενο και αιρετικό πνεύμα της, τα δηλητηριώδη αστεία της, τους ηλεκτρικούς όσο και δυνατούς ήχους της μουσικής, που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, σε ένα στόρι για την προέλευση και την απίστευτη επιτυχία του χιπ χοπ γκρουπ Kneecap. Μιας τριμελούς παρέας, που τραγουδά και μιλάει – βασικά – στα γαελικά, δηλαδή την κυνηγημένη ιρλανδική γλώσσα στη Βόρεια Ιρλανδία, όπου τελεί ακόμη υπό βρετανική κατοχή.
Με όπλο το έντονο, κοφτερό μοντάζ, ο Ριτς Πέπιατ, ο οποίος σημειωτέον είναι Βρετανός, προέρχεται από τον χώρο του μουσικού βίντεο και κάνει εδώ το ντεμπούτο του, θα συνδυάσει το βέβηλο χιούμορ με τις πολιτικές αναφορές, τις περιπέτειες των ηρώων του με το ντοκιμαντερίστικο στιλ κινηματογράφισης, για να παραδώσει μία από τις πλέον ζωντανές ταινίες.
Δυο νεαροί, έμποροι ναρκωτικών του δυτικού Μπέλφαστ, ο Λίαμ και ο Νάσι, «η γενιά της εκεχειρίας», διδάχτηκαν από τον πατέρα του δεύτερου (ο σταρ Μάικλ Φασμπέντερ), μέλους του IRA, ότι «κάθε λέξη της ιρλανδικής γλώσσας είναι μια σφαίρα για την ελευθερία». Οι δυο τους, που σκορπούν τον χρόνο τους αλητεύοντας, θα έρθουν κοντά με έναν καθηγητή σχολείου της ιρλανδικής γλώσσας, ο οποίος θα εντοπίσει τις δυνατότητές τους στη μουσική και τους στίχους του Λίαμ. Έτσι, θα σκαρώσουν ένα ταραχώδες τρίο χιπ χοπ και θέτουν το υπόβαθρο για την αναβίωση της ιρλανδικής γλώσσας ενάντια στο κατεστημένο.
Με μια μανιακή, ασεβή ενέργεια, η ταινία ενσωματώνει το ταραχώδες σκηνικό του Μπέλφαστ, που ακόμη ζει με τους εφιάλτες της βίας και της βάρβαρης καταστολής, με τα κινούμενα σχέδια και τα γκράφιτι, τη ζόρικη μουσική του γκρουπ και τις επικρίσεις για τη στάση των Βρετανών. Και βεβαίως την παρατήρηση ότι «ένα έθνος χωρίς γλώσσα, είναι μισό έθνος».
Τους τρεις βασικούς ρόλους κρατούν, με το απαιτούμενο κέφι και ενέργεια, τα μέλη του συγκροτήματος, τα οποία στην τελευταία τους συναυλία το καλοκαίρι – όταν η Αγγλία ζούσε μία «ακροδεξιά εξέγερση», εκδήλωσαν τη βαθιά ικανοποίησή τους όταν είδαν ανάμεσα στο πλήθος δίπλα στις ιρλανδικές σημαίες και αυτές της Παλαιστίνης.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το ταραχώδες ραπ τρίο KNEECAP κάνει την εμφάνισή του στο Μπέλφαστ και θέτει το υπόβαθρο για την αναβίωση της ιρλανδικής γλώσσας ενάντια στο κατεστημένο.
The Apprentice
(“The Apprentice”) Βιογραφικό δράμα, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Αλί Αμπάσι, με τους Σεμπάστιαν Σταν, Τζέρεμι Στρονγκ, Μαρία Μπακάλοβα, Μάρτιν Ντόνοβαν, Τσάρλι Κάρικ κα.
Ακόμη μία ταινία, ο τίτλος της οποίας παραπέμπει στο γνωστό ριάλιτι που παρουσίαζε ο Τραμπ, για την αμερικάνικη ταραχώδη εσωτερική κατάσταση, που από τα πρώτα πλάνα πιστεύεις ότι θα δεις ένα διασκεδαστικό λιβελογράφημα για τον πρώην και νυν υποψήφιο «πλανητάρχη» και καταλήγεις να παρακολουθείς το αποτέλεσμα μίας παραγωγής παραδόξων και αντίθετων αποτελεσμάτων απ’ αυτά που προφανώς ήθελαν οι δημιουργοί της.
Απ’ τη μια έχουμε ένα εξόχως αμερικάνικο θέμα, που έρχεται να χειριστεί ένας ιρανικής καταγωγής Δανός σκηνοθέτης, στην πρώτη του αμερικάνικη ταινία. Και μπορεί το αμερικάνικο σινεμά να χτίστηκε από μετανάστες δημιουργούς και ηθοποιούς (θαυμαστά ονόματα που πλέον θεωρούμε «Αμερικάνους») απ’ όλο τον κόσμο, αλλά εδώ μάλλον έχουμε, προς το παρόν, έναν μάλλον περαστικό, ο οποίος είχε ξεχωρίσει για την οξεία του ματιά. Απ’ την άλλη, η προσέγγιση των δύο πρωταγωνιστών από τον σκηνοθέτη, που τους προσδίδει μία γοητεία ή έστω μια χαβαλετζίδικη συμπάθεια, είναι παράταιρη από το πνεύμα της ταινίας. Και στη μέση ένα σενάριο, που είναι φανερό ότι έχει χάσει την πυξίδα του, για να δώσει το δικαίωμα στον Αμπάσι να σερφάρει επιφανειακά, αγνοώντας ή περιφρονώντας την ιστορία των δυο του κεντρικών προσώπων.
Εδώ, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο μαθητευόμενος, όταν ακόμη στα νιάτα του, ήταν το ανέμελο παιδί ενός πλούσιου και σκληρού επιχειρηματία, που ήθελε να ανέβει γρήγορα και να εντυπωσιάσει το αμερικάνικο κατεστημένο. Και δάσκαλος, ο διαβόητος Ρόι Κον, ο σύμβουλος του ΜακΚάρθι, ο δημόσιος κατήγορος, ένας διαβολικός δικηγόρος, είναι αυτός που θα τον διδάξει τις μεφιστοφελικές επιχειρηματικές πρακτικές, τα κόλπα, για να ανέβει ψηλά, ο νεαρός με τον πληθωρικό χαρακτήρα και το παχύ πορτοφόλι.
Το στόρι ξεκινά όταν ο νεαρός Ντόναλντ Τραμπ οραματίζεται να ανακαινίσει το ξεπεσμένο ξενοδοχείο Commodore, στο κέντρο της τότε καταχρεωμένης και απειλητικά εγκληματικής Νέας Υόρκης. Η συνάντησή του με τον Ρόι Κον, στυγνό εκτελεστή χαρακτήρων, δικτυωμένο με τους πολιτικούς και τη μαφία, δημιουργεί μεταξύ των δυο αντρών την απαραίτητη χημεία μαθητή και δασκάλου. Η μέθοδος του Κον συμπυκνώνεται σε τρεις αρχές: πρώτον, «επίθεση, επίθεση, επίθεση», δεύτερον, «μην παραδέχεσαι τίποτα, ν’ αρνείσαι τα πάντα» και τρίτον, «ότι κι αν συμβεί, ποτέ μην ομολογήσεις ήττα, φέρσου σαν νικητής». Στρατηγική εμπνευσμένη από τον Ρίτσαρντ Νίξον, με τις δηλώσεις του οποίου, υποστηρίζοντας την αθωότητά του στο σκάνδαλο Γουότεργκέιτ, ξεκινά η ταινία.
Αλλά, ας ξεκινήσουμε απ’ τα θετικά της ταινίας. Τη θαυμάσια απόδοση της ατμόσφαιρας της δεκαετίας του ’80, τη μίξη παρακμής και ακραίας χλιδής, κοστούμια και περούκες. Και βεβαίως τις δυνατές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, του Σεμπάστιαν Σταν, που ενσαρκώνει δημιουργικά τον Τραμπ και του Τζέρεμι Στρονγκ, που υποδύεται τον Κον παγωμένος σαν την ψυχή του.
Εδώ, τελειώνουν τα καλά της ταινίας, καθώς το αδύναμο σενάριο, αλλοιώνει τους χαρακτήρες τους και τους δίνει διαφορετική υπόσταση. Και αν ο Τραμπ, είναι μία προσωπικότητα που θα κριθεί – σε πρώτη φάση στις επικείμενες προεδρικές εκλογές – ο Κον έχει ήδη κριθεί και είναι απαράδεκτο να παρουσιάζεται ως ένας ακόμη διεφθαρμένος πανέξυπνος παράγοντας, που ταλαιπωρήθηκε ως «κρυφός γκέι» και πέθανε από AIDS περιφρονημένος, ενώ αποτελεί μία από τις ακραίες απάνθρωπες φιγούρες της αμερικάνικης ιστορίας. Ένας άνθρωπος που πρωταγωνίστησε σε μία από τις πιο μελανές ιστορίες της Αμερικής (Μακαρθισμό) και τόσο υποκριτής, που ευθύνεται, μεταξύ άλλων, σε μεγάλο βαθμό για την κρατική αδιαφορία έναντι των πρώτων ασθενών τού τότε θανατηφόρου ιού.
Εν κατακλείδι, ένα φιλμ που θέλει απλώς να κάνει ντόρο, για το επίκαιρο θέμα της και με έναν σκηνοθέτη, που νιώθει υπερβολικά και αλαζονικά σίγουρος με τον εαυτό του, να καταπιαστεί με ένα βαθύ αμερικάνικο και καυτό θέμα, με στόχο να προσθέσει το όνομά του στους φερέλπιδες της αμερικάνικης κινηματογραφίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο νεαρός Ντόναλντ Τραμπ, ανυπομονώντας να γίνει διάσημος ως γόνος μιας πλούσιας οικογένειας στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970, σαγηνεύεται από τον Ρόι Κον, τον αδίστακτο δικηγόρο που βοήθησε να δημιουργηθεί ο Τραμπ του σήμερα.
The Trust Fall: Julian Assange
(“The Trust Fall: Julian Assange”) Ντοκιμαντέρ, αυστραλιανής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Κιμ Στέιτον.
Από τις ταινίες, που πρέπει να λειτουργούν ως πορτοκαλί φωτάκι στο μυαλό, ένα αλάρμ, της συνείδησης, ακόμη και της λογικής, όταν γεγονότα παγκόσμιας διάστασης έρχονται και γίνονται εφιάλτες. Όπως η βαρβαρότητα των πολέμων ή κατακλυσμιαίων οικονομικών ή κοινωνικών κρίσεων, με αμέτρητα αθώα θύματα και τα πανίσχυρα συμφέροντα να κρύβονται πίσω από ωραία ιδεαλιστικά λόγια, ακόμη και δήθεν ρεαλιστικές προσεγγίσεις.
Όπως η εξαιρετική αμερικάνικη ταινία «Vice: Ο δεύτερος στην ιεραρχία» του 2018, έτσι και αυτό το ντοκιμαντέρ του Αυστραλού Κιμ Στέιτον, έρχεται να μας θυμίσει ότι αυτά που λέγονται επισήμως ή και ανεπισήμως, με τη μορφή «έγκυρων πληροφοριών», ως απόλυτη ή έστω σχετική αλήθεια, πολύ σύντομα αποδεικνύεται ότι ήταν φτηνά χονδροειδή ψέματα.
Το φιλμ, που ταξιδεύει σε δέκα πόλεις τριών ηπείρων για δύο χρόνων γυρίσματα, εξετάζει το νόημα και τη σημασία των πληροφοριών που μοιράστηκε το WikiLeaks με τον κόσμο, τη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων κυβερνήσεων, τον τεράστιο προσωπικό κίνδυνο που ανέλαβε ο Τζούλιαν Ασάνζ και τα ευρύτερα θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με την ελευθερία και τη φίμωση του Τύπου.
Ένα ντοκιμαντέρ, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως υμνολογία για τον Ασάνζ, όπως θεωρούν οι επικριτές του, αλλά το σίγουρο είναι ότι καταδεικνύει με ευκρίνεια και πειστικότητα το κραυγαλέο γεγονός ότι ενώ αυτός έχει κατηγορηθεί ποινικά για διαρροή απόρρητων πληροφοριών, εκείνοι που διέπραξαν τα αποδεδειγμένα εγκλήματα της κατασκευής του προσχήματος για τον πόλεμο στο Ιράκ (και στο Αφγανιστάν), μένουν εντελώς ατιμώρητοι, συνεχίζοντας με τις ίδιες τακτικές να κουμαντάρουν τον κόσμο.
Επίσης, φωτίζονται οι καταιγιστικές εκστρατείες, για την κατασυκοφάντηση του Ασάνζ, ο ψυχολογικός πόλεμος που του έγινε, συνοδευμένες από εικόνες ενός κατεστραμμένου ανθρώπου, που στερείται τη δικαιοσύνη, στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας». Παράλληλα, τεκμηριώνει λεπτομερώς τον ρόλο των WikiLeaks στην αποκάλυψη των εγκλημάτων πολέμου των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ενώ στοιχειοθετεί και την αγαστή συνεργασία που είχαν οι ΗΠΑ, με τις κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Αυστραλίας για να τον εξαφανίσουν και να διαστρεβλώσουν τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις του.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Ζούμε τη Στιγμή
(“We Live in Time”) Ένα νεαρό ζευγάρι ζει την κάθε στιγμή του μεγάλου έρωτά του, σε αυτή την προσεγμένη αμερικάνικη αισθηματική δραμεντί, που υπογράφει ο ο άνισος σκηνοθέτης του υποψήφιου για τρία Όσκαρ «Brooklyn», Τζον Κρόουλι και στην οποία πρωταγωνιστούν οι ταιριαστοί Άντριου Γκάρφιλντ και Φλόρενς Πιου. Μια ταλαντούχα σεφ, ένα βράδυ πέφτει κατά λάθος πάνω σε έναν άντρα με το αμάξι της και στη συνέχεια τον οδηγεί στο νοσοκομείο, όπου θα γεννηθεί ένας κεραυνοβόλος έρωτας. Ένας βαθύς έρωτας που εξελίσσεται στη διάρκεια μιας δεκαετίας και που αλλάζει για πάντα τη ζωή τους. Το σενάριο της δακρύβρεχτης ταινίας (γαλλοβρετανικής παραγωγής 2024) υπογράφει ο Νικ Πέιν του τηλεοπτικού “The Crown”.
Smile 2
(“Smile 2”) Τα 200 εκατομμύρια δολάρια που μάζεψε η ταινία τρόμου «Χαμογέλα» πριν δυο χρόνια, ήταν αναμενόμενο να φέρει και το σίκουέλ της (αμερικάνικης παραγωγής 2024), σε σκηνοθεσία και πάλι του Πάρκερ Φιν. Τώρα, το στόρι αφορά μία ποπ σταρ (Ναόμι Σκοτ), η οποία βιώνει μία σειρά από ανεξήγητα φαινόμενα, τα οποία την ταράζουν και την υποχρεώνουν να συναναστραφεί ξανά σκοτεινές εμπειρίες από το τραυματικό παρελθόν της. Μία συνέχεια, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, που θα απολαύσουν, όμως, οι φαν του horror σινεμά, μαζί με κουβάδες ποπ-κορν.
Η Γιούκου και το Λουλούδι των Ιμαλαΐων
(“Yuku and the Flower of the Himalayas”) Βραβευμένη παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, γαλλοβελγικής παραγωγής του 2022, από τους Ρεμί Ντουίν και Αρνό Ντεμούινκ. Animation που απευθύνεται κυρίως στα νήπια και με ήρωα τη Γιούκου, ένα μικρό ποντίκι, που θα αφήσει την ασφάλεια της φωλιάς του και του αγαπημένου του γιουκαλίλι για ένα ταξίδι αυτογνωσίας μέχρι την κορυφή των Ιμαλαΐων. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
200% Λύκος
(“200% Wolf”) Διασκεδαστικό παραμύθι κινουμένων σχεδίων, φετινής παραγωγής, από τον Άλεξ Στέιντερμαν, που βασίζεται στη σειρά παιδικών βιβλίων «The Werewolf Saga». Ένα μικρό ροζ κανίς εύχεται να γίνει λυκάνθρωπος για να ταιριάξει με την οικογένειά του και να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που το απειλούν. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ
(Φωτογραφία από την ταινία «Το Θηρίο»)