Brexit: Η ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου υπό αμφισβήτηση
Date:
Οι συνέπειες της πανδημίας και το δημοψήφισμα στη Βόρεια Ιρλανδία
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα επιβιώσει του Brexit; Η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει σε σκληρή δοκιμασία την ενότητά του, ενώ οι βλέψεις ανεξαρτησίας μεγεθύνονται εξαιτίας της πανδημίας. Σε σημείο που μπορεί να οδηγήσει στον θρυμματισμό.
«Είναι με βεβαιότητα πιθανόν ότι το Brexit θα οδηγήσει στο τέλος του Ηνωμένου Βασιλείου και, μάλιστα, αυτή είναι εν δυνάμει η πιο πιθανή έκβαση», δηλώνει ο Τζον Σπρίνγκφορντ, υποδιευθυντής του Centre for European Reform (CER).
Με εμπορική συμφωνία ή όχι ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη, η επίπτωση του Brexit θα εντείνει τις τοπικές διαιρέσεις όταν θα γίνει αισθητή. Δηλαδή , από την 1η Ιανουαρίου, όταν η χώρα θα έχει αποσπασθεί από την τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά, έπειτα από μία μεταβατική περίοδο που εξουδετέρωσε το σοκ, λέει ο Τζον Σπρίνγκφορντ.
Ένωση τεσσάρων εθνών, η χώρα είναι βαθιά διαιρεμένη μετά το δημοψήφισμα του 2016 για το Brexit. Αν η Αγγλία, η πολυπληθέστερη επαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, και η Ουαλία ψήφισαν υπέρ της ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βόρεια Ιρλανδία και η Σκωτία ψήφισαν με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ της παραμονής στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ανεξαρτησίας αυτών των δύο επαρχιών, το μήνυμα του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, που επαναλαμβάνει μετ΄επιτάσεως ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα ευημερήσει όταν θα έχει γυρίσει οριστικά την πλάτη στην Ευρωπαϊκή Ενωση την 1η Ιανουαρίου, δεν έχει απήχηση.
Οι συνέπειες της πανδημίας
Στην Σκωτία, το Brexit ήταν ισχυρός καταλύτης για την επαναφορά στο προσκήνιο του θέματος της ανεξαρτησίας, που είχε διευθετηθεί μετά το δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεση του 2014.
Οι συνέπειες της πανδημίας, η οποία έγινε αντικείμενο διαχείρισης σε τοπικό επίπεδο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενίσχυσε το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας. Η πρωθυπουργός της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζον, υπέρμαχος της ανεξαρτησίας, επαινείται για την στέρεη διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού, απέναντι στην τσαπατσούλικη διαχείριση της κρίσης από τον Μπόρις Τζόνσον και την κυβέρνησή του και τροφοδοτεί τις επιθυμίες να κοπεί ο ομφάλιος λώρος.
«Οι περίοδοι χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης τείνουν να αυξήσουν την πολιτική πόλωση», λέει ο Τζον Σπρίνγκφορντ. «Προσθέστε το Brexit, μία συντηρητική κυβέρνηση πολύ αντιδημοφιλή και η υποστήριξη προς την ανεξαρτησία αυξάνεται περαιτέρω».
Η απόσχιση δεν είχε ποτέ τόσο ρεύμα, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις στην Σκωτία , στις οποίες το «ναι» στην ανεξαρτησία εξασφαλίζει το 58%, την ώρα που το «όχι» είχε νικήσει με 55% το 2014.
Η Νίκολα Στέρτζον εννοεί να κεφαλαιοποιήσει αυτήν την δημοφιλία για να κερδίσει τις τοπικές βουλευτικές εκλογές τον Μάιο του 2021 και να εντείνει την πίεση επί του Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος έχει κατηγορηματικά απορρίψει το ενδεχόμενο να επιτρέψει την διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος για τη ανεξαρτησία στη Σκωτία.
«Το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας ελπίζει ότι οι εκλογικές του επιδόσεις θα είναι ισχυρές και ότι θα είναι δύσκολο για τον βρετανό πρωθυπουργό να συνεχίσει να αρνείται», σύμφωνα με τον Νίκολα ΜακΓιούαν, καθηγητή Εδαφικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Τίποτε ωστόσο δεν επιτρέπει την πρόβλεψη ότι ο Μπόρις Τζόνσον θα δεχθεί τελικά την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησίας. Και μία ανεξάρτητη Σκωτία, ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως επιθυμεί, θα ήταν αναγκασμένη να εγκαταλείψει την στερλίνα και να υψώσει ένα τείχος με την Αγγλία, ένα σκληρό σύνορο για την διασφάλιση της ακεραιότητας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Ωστόσο, αυτά τα οικονομικά επιχειρήματα θα μπορούσαν να μην έχουν την αποτρεπτική αξία που είχαν το 2014. «Η Covid και το Brexit έχουν μειώσει την αξιοπιστία της οικονομικής ασφάλειας που παρέχει το Ηνωμένο Βασίλειο», τονίζει ο Νίκολα ΜακΓιούαν.
Δημοψήφισμα στην Βόρεια Ιρλανδία
Στην απέναντι ακτή, το θέμα της επανένωσης της Ιρλανδίας επανέρχεται στο προσκήνιο, περισσότερο από είκοσι χρόνια μετά το τέλος των “Troubles” που αιματοκύλισαν την βρετανική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας.
Μέχρι την ειρηνευτική συμφωνία του 1998, καθολικοί, υποστηρικτές της επανένωσης και προτεστάντες, υποστηρικτές της παραμονής υπό το βρετανικό στέμμα, συγκρούσθηκαν με μεγάλη βιαιότητα (3.500 νεκροί σε τριάντα χρόνια).
Πολλοί είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν αρνητικά την επαναφορά του συνόρου που θα χωρίζει την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, από την βρετανική επαρχία, ακόμη και αν Ευρωπαίοι και Βρετανοί επιδιώκουν να καταστήσουν όσο το δυνατόν πιο αόρατο το σύνορο αυτό.
Το Φεβρουάριο, με το επιχείρημα ότι το Brexit άλλαξε τα δεδομένα, η ηγέτις του Σιν Φέιν Μέρι Λου ΜακΝτόναλντ, το κόμμα της οποίας κέρδισε την λαϊκή ψήφο στις εκλογές στην Βόρεια Ιρλανδία, έκανε την εκτίμηση ότι ένα δημοψήφισμα για την επανένωση του νησιού μπορεί να διεξαχθεί σε τρία έως πέντε χρόνια.
Ομως για το Δουβλίνο, βασικό μέλημα του οποίου είναι η ειρήνη, «το σενάριο καταστροφής θα ήταν η οριακή επικράτηση του “ναι” για την επανένωση, προκαλώντας βίαιη αντίδραση των προτεσταντών, ενωτικών», εκτιμά ο Τζον Σπρίνγκφορντ.