Υπάρχει κάτι στην έκθεση της Γεωργίας Λαλέ, με τίτλο «Εν τούτω Νίκα», που παρουσιάζει η γκαλερί a.antonopoulou. art από τις 23/10 έως τις 29/11, το οποίο αναδεικνύει ένα στοιχείο «ανησυχητικά οικείο»: εκείνο το Unheimlich συναίσθημα που κατά τον Φρόιντ συνταιριάζει την ευχαρίστηση από την θέαση ενός γνώριμου προσώπου ή κατάστασης και την ασύνειδη ανησυχία, ένα άγχος, για εκείνο που υποκρύπτει κι υπαινίσσεται, πίσω από την καθησυχαστική και γαλήνια όψη του.
Και πράγματι, πίσω από τις αναγνωρίσιμες και φαινομενικά ευχάριστες ή γαλήνιες μορφές, της γνωστής χαρούμενης Αννούλας των σχολικών αναγνωστικών και τις μειλίχιες και νοσταλγικές γυναικείες φιγούρες στις επιτύμβιες στήλες του Κεραμεικού ή της διάσημης σύνθεσης με τη Δήμητρα, την Περσεφόνη (και την Αννούλα στη θέση του Νεοπτόλεμου), αναδύεται ένα αίσθημα περίσκεψης κι ενοχής. Γιατί από τις μαστορικά εκτελεσμένες συνθέσεις, με τις μορφές ζωγραφισμένες πάνω σε διάφορα κομμάτια από σεντόνια, δωρισμένα από γυναίκες και θηλυκότητες από όλη την Ελλάδα και ραμμένα μεταξύ τους, μόλις περάσει η πρώτη νοσταλγική κι αλέγρα εντύπωση, προβάλλει ανατρεπτική η απειλητική υπόμνηση της ζοφερής πραγματικότητας που βιώνει μεγάλο τμήμα του γυναικείου πληθυσμού: αίφνης, οι συνθέσεις της Λαλέ μετατρέπονται σε αλληγορίες για την έμφυλη βία, τις γυναικοκτονίες και τα πατριαρχικά στερεότυπα με τα οποία συνδέεται η ανατροφή κι η «εκπαίδευση» των γυναικών στον ρόλο που οι κοινωνίες τους επιβάλλουν κι επιτρέπουν να καλύπτουν και να συντηρούν στη θέσμιση και την κατανομή εργασίας, με τις οποίες επικαλύπτουν τις σχέσεις κυριαρχίας στο εσωτερικό τους. Σε τούτη τη διαλεκτική αφέντη -δούλου, η γυναίκα απεμπολεί εντελώς την ταυτότητά της, την ώρα που ο «αφέντης» εξαρτάται απολύτως από τούτην την εξαφάνιση. Η γυναίκα στην καθημερινότητά της, όπως αναδεικνύεται από τις συνθέσεις της Λαλέ, είναι εκείνη η εργαλειοποιημένη ύπαρξη, με τον συμβολικο-εννοιολογικό ορισμό του Zeuge (και εργαλείο και σήμα) του Χάιντεγγερ, είναι ριγμένη σε μία εικόνα προκατασκευασμένη και την οποία υπομένει και βιώνει αλλοτριωμένα μέσα στην οικογένεια, την εκπαίδευση και την κοινωνία.
Όπως φανερώνουν τα έργα της Λαλέ, έτσι δημιουργείται ένας Συμβολικός Νόμος, ο οποίος προβάλλεται ως «πραγματικότητα» κι ενώπιον του οποίου η γυναίκα εγκαταλείπει τη δημιουργική δύναμη και τη δυναμική της φαντασίας της για να υποδυθεί από μικρή τον κοινωνικό ρόλο της κόρης και της συζύγου, που φροντίζει γονείς, την οικογένεια, με αυταπάρνηση και καρτερία (αλλά και απορία για το αποτέλεσμα, όπως φανερώνουν οι επιγραφές σε κάποια από τα έργα). Μία μοίρα και μία εμπειρική συνθήκη που η ίδια δεν επιλέγει ενσυνείδητα, αλλά της επιβάλλονται ως συμβατικό, κοινωνικό και οικογενειακό καθήκον.
Αυτόν τον εμβρυακό ρόλο της παθητικής αποδοχής εξ απαλών ονύχων του ρόλου της γυναίκας σε τούτη την εγελιανή σχέση δούλου-αφέντη μέσα στην κοινωνία αναλαμβάνει η Αννούλα, η οποία συνοδεύει τις μητρικές φιγούρες, τόσο στη συγκρότηση του αλλοτριωμένου και κυριαρχούμενου ρόλου της στην κοινωνία, αλλά κυρίως –όπως συμβαίνει με τις «δεξιώσεις» στις επιτύμβιες στήλες–στον θάνατό τους. Κι ακριβώς η επιτύμβια στήλη μας υπενθυμίζει πως, όχι μόνον στην αρχαιότητα, αλλά ακόμη και σήμερα, σε πιο «παραδοσιακές» κοινωνικές συγκροτήσεις, η γυναίκα γίνεται ορατή μόνον μέσα από τον θάνατό της. Έναν θάνατο που μοιάζει να επιβεβαιώνει τη χαϊντεγγεριανή παρατήρηση πως στο «ριφθέν» κι αποξενωμένο μέσα στη «λήθη του όντος» ανθρώπινο υποκείμενο, το Dasein, η μόνη «δυνατότητα» που μπορεί με βεβαιότητα να εκπληρώσει είναι ο θάνατος–είτε φυσικός, είτε βίαιος. Όπως στη σύνθεση με τη Δήμητρα, η Περσεφόνη γίνεται το αρχέτυπο της γυναικοκτονίας, που αναδεικνύει την προσωπική ταυτότητα, αόρατη μέχρι τότε, ως θύμα της βίας ενός εξουσιαστικού άνδρα.
Η Αννούλα θα λέγαμε φροϋδικά πάλι πως είναι η συμβολική εκείνη μεσολάβηση που κατασκευάζει έναν Σωσία, του οποίου η κατοπτρική σχεδόν εμπειρία–όπου οι μορφές και τα σεντόνια στη συμβολική τους μεταγραφή γίνονται ακριβώς ο καθρέπτης, το κάτοπτρο, για το Εγώ και κωδικοποιημένη έκφρασή του σε σχέση με τον Άλλον, δηλ. την αλλοτριωμένη και πραγμοποιημένη κοινωνική εικόνα της γυναίκας.
Τα έργα της Λαλέ, έτσι πλαισιωμένα στη μορφή της στήλης-κάδρο είναι δυνητικά μία λειτουργία του Στάδιου του Καθρέπτη του Ζακ Λακάν, όπου μέσα από μία είσοδο σε μία συμβολική τάξη, το Εγώ αναγνωρίζει ότι ο αντικατοπτρισμένος Άλλος είναι ο Εαυτός του. Βγαίνει από την αλλοτριωτική ταυτότητα και γίνεται μία υπερβατική σημασία, που ενσωματώνει μια ιδεώδη ολότητα και σαν προσωποποιημένος, πλέον, Άλλος: ο Άλλος-Εγώ. Εκείνον, που αναγνωρίζουμε γιατί παύει να είναι κενή έννοια κι αποκτά την ταυτότητά μας. Στην ταύτιση τούτη, με την Αννούλα, τη συμβολική (γιατί μέσα από την αισθητική του μετάταξη ακυρώνεται η υλικότητά του), αξία του σεντονιού, στο οποίο είτε ως οικειακό, είτε ως λιμπιντινικό υποκείμενο, η γυναίκα παύει να είναι η αδιάφορη εκείνη ετερότητα κι αντίθετα ταυτοτικά εξισώνεται με τη δική της ύπαρξη, ψυχοσύνθεση κι εμπειρία.
Εάν τα σεντόνια της Tracey Amin είχαν κάτι το αυτοαναφορικό, στη Λαλέ το ίδιο υλικό αποκτά μία συναρτημένη και καθολική, βιωματική και διαχρονική, διάσταση που ξεπερνά την προσωπική σφαίρα και ιστοριοποιούμενη μπαίνει σε μία χρονικότητα που γίνεται μία καθολική έννοια και κυρίως μία νέα γένεση, μία πρόταση για αφύπνιση κι ακτιβισμό. Μέσα από τον ανθρωποποιητικό ομοιομορφισμό του σεντονιού και τον αισθητικό αναχρονισμό και μετάταξη των γνωστών εικόνων, η Λαλέ υλοποιεί το βίωμα, την προσωπική διήγηση και την καθημερινή ψυχικο-κοινωνική κατάσταση του υποκειμένου -γυναίκα και των αναπαραστάσεών του.
Δρ. Γιώργης -Βύρων Δάβος
Έκθεση: Γεωργία Λαλέ «Εν τούτω Νίκα»
a.antonopoulou. art
Αριστοφάνους 20, Ψυρρή
Διάρκεια έκθεσης 23/10 – 29/11 (ώρες λειτουργίας Τετάρτη-Παρασκευή 14.00-20.00), Σάββατο (12.00-16.00)
πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ
Φωτογραφία: a.antonopoulou. art/Γ.Λαλέ (παραχώρηση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ)














