Λαογραφικός και Φιλανθρωπικός Σύλλογος Γυναικών Νέας Ζίχνης-Aναβίωση του Κλήδονα
Το δρώμενο του Κλήδονα αποτελεί μια ιδιαίτερη εθιμική εκδήλωση, για την οποία αντλούμε πληροφορίες από τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς (Όμηρο, Ησίοδο, Ηρόδοτο, Αισχύλο, Σοφοκλή), αλλά και από τους βυζαντινούς Μιχαήλ Ψελλό (11ος αι.), Θεόδ. Βαλσαμώνα, Ιω. Ζωναρά (12ος αι.) και Ιωσήφ Βρυέννιο (15ος αι.) . Η λέξη κλήδονας προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κληδών, που σημαίνει τον μαντικό ψίθυρο, την προφητική ρήση, και γι” αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει τον οιωνό, το προμήνυμα, τη φήμη, το μάντεμα.
Στη νεοελληνική αντίληψη το έθιμο αυτό εξελίχθηκε σε μια όμορφη και ενδιαφέρουσα ιεροτελεστία, περισώζοντας τους ερωτικούς χρησμούς. Ο Κλήδονας ζωντανεύει τη μέρα του Αι-Γιαννιού, στις 24 Ιουνίου, συνδέθηκε με την εορτή των γενεθλίων του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου και συμπίπτει με τη θερινή τροπή του ήλιου.
Ο Κλήδονας τελείται το βράδυ της 23ης Ιούνη, παραμονής της γιορτής του Αι Γιάννη. Μαζεύονται λοιπόν οι ανύπαντρες κοπέλες στο σπίτι που θέλει να φιλοξενήσει τον Κλήδονα. Επιλέγουν μία «Μαρία» ή «Δέσποινα» της συντροφιάς, τη «Διαλεχτή» που να έχει και τους δύο γονείς στην ζωή (να είναι αμφιθαλής), και παίρνοντας τις στάμνες τους, ξεκινούν όλες μαζί, για να πάνε να φέρουνε το αμίλητο νερό (με τελετουργική σιωπή) από 3 βρύσες-πηγές ή το αμίλητο θαλασσινό νερό (νησιά) από σαράντα κύματα. «Κόρες με τ΄ άστρα κίνησαν στη βρύση για να πάνε, να παρ΄ αμίλητο νερό στον κλήδονα να πάνε».
Αφού γεμίσουν τις στάμνες με το αμίλητο νερό, πρώτη η «διαλεχτή» και από πίσω οι άλλες, παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να μιλούν.
Όταν γυρίσουν στο σπίτι, όλες μαζί οι κοπέλες αδειάζουν το αμίλητο νερό μέσα σε ένα πήλινο δοχείο, «τραγούδα», και ρίχνουν μέσα τα «σημάδια» τους, τα «ριζικάρια» τους (δαχτυλίδια, χτένια, αλυσίδες, νομίσματα, κ.τ.λ.). Σκεπάζουν το δοχείο με κόκκινο ύφασμα, που το δένουν καλά με ένα κορδόνι και λένε όλες μαζί:
«Κλειδώνουμε τον Κλήδονα με τ΄Αι Γιαννιού τη χάρη, κι όποια ΄ναι καλορίζικη, πρωί θα ξενεφάνει (θα φανερωθεί)».
Τοποθετούν το υδροφόρο αγγείο κάτω από δέντρα ή ανάμεσα σε λουλούδια, κυρίως κάτω από μια κόκκινη τριανταφυλλιά, μια και το κόκκινο είναι το χρώμα του ήλιου.
Έπειτα αφήνουν το πήλινο δοχείο με τα ριζικάρια κάτω από ξάστερο ουρανό, να «ξαστρίσει» και όλες μαζί λένε:
Αστρίζουμε τον κλήδονα με τα΄Αι Γιαννιού τη χάρη, να φανερώσει αύριο τον καλοριζικάρη».
Όταν προβάλλει η αυγή και πριν να ανατείλει ο ήλιος, η διαλεχτή παίρνει μέσα το αγγείο. Το απόγευμα συγκεντρώνονται πάλι στο σπίτι η συντροφιά των κοριτσιών, αλλά τώρα μπορούν να έρθουν μαζί και παντρεμένες φίλες τους και συγγενείς και γείτονες και αγόρια και ηλικιωμένοι, για να αποτελέσουν μια κοινωνία μαρτυρίας και παρατήρησης στην μαντική που θα ακολουθήσει. Τα κορίτσια ξεκλειδώνουν τον κλήδονα λέγοντας όλες μαζί:
Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ΄Αι Γιαννιού την χάρη, κι όποα έχει ριζικό καλό ας έρθει να το πάρει».
Η αμφιθαλής Μαρία, που στην Στενήμαχο ήτανε κοριτσάκι 12 ετών και ντυμένη νυφούλα, όπως μας αναφέρει ο μεγάλος λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος (Τα Καλοκαιρινά), κάθεται στο κέντρο σαν μικρή Πυθία και βγάζει από το μαντικό νερό ένα- ένα τα ριζικάρια της συντροφιάς. Προτού τ΄ ανασύρει απαγγέλει ένα δίστιχο και από την σημασία του δίστιχου κρίνεται και η τύχη του κάθε κοριτσιού, ενώ η ομήγυρη σχολιάζει και δίνει την δική της ερμηνεία στην μαντεψιά.
Δεν είναι όμως αυτός ο μόνος τρόπος για την πρόγνωση του μελλοντικού συζύγου.
Ο μεγάλος ποιητής μας ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα του «Φωτιές του Αι Γιάννη» μας παραθέτει μία άλλη εκδοχή του λαογραφικού βιώματος, τη μολυβδομαντεία. Ανήμερα, στις δώδεκα το μεσημέρι, κορίτσια και παντρεμένες περίμεναν με τις βαθιές κουτάλες στο χέρι, πάνω από φωτιά που έβραζε το λιωμένο μολύβι. Στο πρώτο χτύπημα της καμπάνας (που συνηθιζότανε τα μεσημέρια στην Σμύρνη) ρίχνανε το μολύβι μέσα στο υδροφόρο αγγείο και αυτό έπαιρνε διάφορα σχήματα, που μόνο οι «μολυβούδες» ξέρανε να τα εξηγήσουμε
«Με τ΄Αι-Γιαννιού τη Χάρη τρώγω το ζυγάρι, να΄ρθει να με ξεδιψάσει ο νιος που θα με πάρει».