Πώς δημιουργήθηκε ο «Ακάθιστος Ύμνος»: Η ιστορία του αριστουργήματος της βυζαντινής υμνογραφίας
Date:
Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του.
Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους.
Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της.
Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του.
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε• ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί• Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
Γιατί λέγεται Ακάθιστος και γιατί “Χαιρετισμοί”
Είναι ένα από τα λαοφιλέστερα ποιήματα της ελληνορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Ένας ύμνος προς την Παναγία, που, όταν ψάλλεται στις εκκλησίες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, προκαλεί ρίγη αληθινής συγκίνησης και πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. «Ακάθιστος Ύμνος» ονομάστηκε, επειδή, όταν ψάλλεται, το εκκλησίασμα στέκεται όρθιο, ενώ η εναλλακτική ονομασία του «Χαιρετισμοί», προέρχεται από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη Χαίρε.
Ο Ακάθιστος Ύμνος ψάλλεται τμηματικά το βράδυ της Παρασκευής των τεσσάρων πρώτων εβδομάδων των Νηστειών και ολόκληρο το βράδυ της Παρασκευή της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών, κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας του Ακάθιστου Ύμνου. Αποτελείται από το προοίμιο «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια» και 24 οίκους (στροφές) με αλφαβητική ακροστιχίδα από το Α έως το Ω. Το πρώτο μέρος του ποιήματος (Α-Μ) αναφέρεται σε επεισόδια από τη ζωή της Παναγίας (Ευαγγελισμός, Γέννηση του Ιησού, Υπαπαντή κ.ά.) και το δεύτερο μέρος (Ν-Ω) σε θεολογικά θέματα. Αναφέρεται γενικότερα στην ενανθρώπιση του Ιησού και τη σωτηρία των ανθρώπων, ενώ εξαίρεται η συμβολή της Παναγίας.
Ο ποιητής του Ακαθίστου Ύμνου δεν είναι γνωστός, καθώς οι μακροχρόνιες έρευνες δεν έχουν καταλήξει σε αναμφισβήτητα συμπεράσματα. Έχουν αναφερθεί τα ονόματα του Ρωμανού του Μελωδού, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιου, του διάκονου και ιαμβογράφου Γεωργίου Πισίδη, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α’, του μητροπολίτη Νικομηδείας Γεωργίου Σικελιώτη, της Κασσιανής και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου.
Η επικρατούσα παράδοση υποστηρίζει ότι ο Άκάθιστος Ύμνος γράφτηκε για τη διάσωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία των Αβάρων, ενός ταταρομογγολικού φύλου, το 626. Η σωτηρία της Βασιλεύουσας αποδόθηκε στην Υπέρμαχο Στρατηγό, την Υπεραγία Θεοτόκο.
Ο Ακάθιστος Ύμνος
Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια.
Αναγράφω σοι η πόλις σου, Θεοτόκε.
Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον
Ίνα κράζω σοι· Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Στάσις Πρώτη
Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε·
και συν τη ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν Σε θεωρών, Κύριε, εξίστατο και
ίστατο, κραυγάζων προς αυτήν τοιαύτα·
Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει·
χαίρε, δι’ ης η αρά εκλείψει.
Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις·
χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις.
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς·
χαίρε, βάθος δυσθεώρητον καί Αγγέλων οφθαλμοίς.
Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα·
χαίρε, ότι βαστάζεις τoν βαστάζοντα πάντα.
Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον·
χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις·
χαίρε, δι’ ής βρεφουργείται ο Κτίστης.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως·
το παράδοξόν σου της φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται.
Ασπόρου γαρ συλλήψεως την κύησιν πώς λέγεις; κράζων·
Αλληλούια.
Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα, εβόησε προς τον λειτουργούντα·
εκ λαγόνων αγνών Υιόν, πώς εστι τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι.
Προς ην εκείνος έφησεν εν φόβω, πλην κραυγάζων ούτω·
Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις·
χαίρε, σιγής δεομένων πίστις.
Χαίρε, των θαυμάτων Χριστού το προοίμιον·
χαίρε, των δογμάτων αυτού το κεφάλαιον.
Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ής κατέβη ο Θεός·
χαίρε, γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης πρός ουρανόν.
Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα·
χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα.
Χαίρε, το φώς αρρήτως γεννήσασα·
χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα.
Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν·
χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Δύναμις του Υψίστου, επεσκίασε τότε προς σύλληψιν τη Απειρογάμω·
και την εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι, τοις θέλουσι
θερίζειν σωτηρίαν, εν τω ψάλλειν ούτως·
Αλληλούια.
Έχουσα θεοδόχον, η Παρθένος την μήτραν, ανέδραμε προς την Ελισάβετ·
το δε βρέφος εκείνης ευθύς επιγνόν τον ταύτης ασπασμόν, έχαιρε·
και άλμασιν ως άσμασιν εβόα προς την Θεοτόκον·
Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα·
χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα.
Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον·
χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα.
Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών·
χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών.
Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις·
χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις.
Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα·
χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα.
Χαίρε, Θεού πρός θνητούς ευδοκία·
χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη,
προς την άγαμόν σε θεωρών και κλεψίγαμον υπονοών, Άμεμπτε·
μαθών δε σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου, έφη·
Αλληλούια.
Στάσις Δευτέρα
Ήκουσαν οι ποιμένες, των Αγγέλων υμνούντων, την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν· και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον·
Χαίρε, αμνού και ποιμένος Μήτηρ·
χαίρε, αυλή λογικών προβάτων.
Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον·
χαίρε, Παραδείσου θυρών ανοικτήριον.
Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τή γη·
χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς.
Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα·
χαίρε, των αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος.
Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα·
χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα.
Χαίρε, δι’ ης εγυμνώθη ο άδης·
χαίρε, δι’ ης ενεδύθημεν δόξαν.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Θεοδρόμον αστέρα, θεωρήσαντες μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη·
και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν Άνακτα·
και φθάσαντες τόν άφθαστον, εχάρησαν Αυτώ βοώντες·
Αλληλούια.
Ίδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους
ανθρώπους· και Δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι, και βοήσαι τη Ευλογημένη·
Χαίρε, αστέρος αδύτου μήτηρ·
χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.
Χαίρε, της απάτης τήν κάμινον σβέσασα·
χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα.
Χαίρε, τύρρανον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής·
χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.
Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας·
χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων.
Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα·
χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.
Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης·
χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οι μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα·
εκτελέσαντές σου τον χρησμόν, και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν,
αφέντες τον Ηρώδην, ως ληρώδη, μή ειδότα ψάλλειν·
Αλληλούια.
Λάμψας εν τη Αιγύπτω, φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος·
τα γαρ είδωλα ταύτης, Σωτήρ, μή ενέγκαντά Σου τήν ισχύν, πέπτωκεν·
οι τούτων δε ρυσθέντες, εβόων πρός τήν Θεοτόκον·
Χαίρε, άνόρθωσις των ανθρώπων·
χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων.
Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα·
χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα.
Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τόν νοητόν·
χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζώην.
Χαίρε, πύρινε στύλε, οδηγών τους εν σκότει·
χαίρε, σκέπη του κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης.
Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε·
χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.
Χαίρε, η γή της επαγγελίας·
χαίρε, εξ ης ρέει μέλι καί γάλα.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος,
επεδόθης ως βρέφος αυτώ, αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος·
διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν, κράζων·
Αλληλούια.
Στάσις Τρίτη
Νέαν έδειξε κτίσιν, εμφανίσας ο Κτίστης, ημίν τοις υπ’ αυτού, γενομένοις·
εξ ασπόρου βλαστήσας γαστρός και φυλάξας ταύτην ώσπερ ην άφθορον·
ίνα το θαύμα βλέποντες, υμνήσωμεν αυτήν, βοώντες·
Χαίρε, το άνθος της αφθαρσίας·
χαίρε, το στέφος της εγκρατείας.
Χαίρε, αναστάσεως τύπον εκλάμπουσα·
χαίρε, των Αγγέλων τον βίον εμφαίνουσα.
Χαίρε, δένδρον αγλαόκαρπον, εξ ου τρέφονται πιστοί·
χαίρε, ξύλον ευσκιόφυλλον, υφ’ ου σκέπονται πολλοί.
Χαίρε, κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις·
χαίρε, απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις.
Χαίρε, Κριτού δικαίου δυσώπησις·
χαίρε, πολλών πταιόντων συγχώρησις.
Χαίρε, στολή των γυμνών παρρησίας·
χαίρε, στοργή πάντα πόθον νικώσα.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Ξένον τόκον ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τόν νουν εις ουρανόν
μεταθέντες· διά τούτο γαρ ο υψηλός Θεός, επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος, βουλόμενος ελκύσαι πρός το ύψος τους Αυτώ βοώντας·
Αλληλούια.
Όλος ην εν τοις κάτω, και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γαρ θεϊκή, ου μετάβασις δε τοπική γέγονε·
και τόκος εκ Παρθένου θεολήπτου, ακουούσης ταύτα·
Χαίρε, Θεού αχωρήτου χώρα·
χαίρε, σεπτού μυστηρίου θύρα.
Χαίρε, των απίστων αμφίβολον άκουσμα·
χαίρε, των πιστών αναμφίβολον καύχημα.
Χαίρε, όχημα πανάγιον του επί των Χερουβείμ·
χαίρε, οίκημα πανάριστον του επί των Σεραφείμ.
Χαίρε, η ταναντία εις ταυτό αγαγούσα·
χαίρε, η παρθενίαν καί λοχείαν ζευγνύσα.
Χαίρε, δι’ ης ελύθη παράβασις·
χαίρε, δι’ ης ηνοίχθη Παράδεισος.
Χαίρε, η κλεις της Χριστού βασιλείας·
χαίρε, ελπίς αγαθών αιωνίων.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Πάσα φύσις Αγγέλων, κατεπλάγη το μέγα της σης ενανθρωπήσεως έργον·
τον απρόσιτον γάρ, ως Θεόν, εθεώρει πάσι προσιτόν άνθρωπον,
ημίν μεν συνδιάγοντα, ακουόντα δε παρά πάντων ούτως·
Αλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγους, ως ιχθύας αφώνους, ορώμεν επί σοι, Θεοτόκε·
απορούσι γαρ λέγειν το πώς και Παρθένος μένεις, καί τεκείν ίσχυσας·
ημείς δε το μυστήριον θαυμάζοντες, πιστώς βοώμεν·
Χαίρε, Σοφίας Θεού δοχείον·
χαίρε, προνοίας αυτού ταμείον.
Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα·
χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα.
Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί·
χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί.
Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα·
χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα.
Χαίρε, βυθού αγνοίας εξέλκουσα·
χαίρε, πολλούς εν γνώσει φωτίζουσα.
Χαίρε, ολκάς των θελόντων σωθήναι·
χαίρε, λιμήν των του βίου πλωτήρων.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Σώσαι θέλων τον κόσμον, ο των όλων Κοσμήτωρ, πρός τούτον αυτεπάγγελτος
ήλθε· και ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος·
ομοίω γάρ το όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει·
Αλληλούια.
Στάσις Τετάρτη
Τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καί πάντων των εις σε
προστρεχόντων· ο γαρ του ουρανού και της γης, κατεσκεύασέ σε Ποιητής Άχραντε, οικήσας εν τη μήτρα σου, και πάντας σοι προσφωνείν διδάξας·
Χαίρε, η στήλη της παρθενίας·
χαίρε, η πύλη της σωτηρίας.
Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως·
χαίρε, χορηγέ θεϊκής αγαθότητος.
Χαίρε, συ γαρ ανεγέννησας τους συλληφθέντας αισχρώς·
χαίρε, συ γαρ ενουθέτησας τους συληθέντας τον νούν.
Χαίρε, η τον φθορέα των φρένων καταργούσα·
χαίρε, η τον σπορέα της αγνείας τεκούσα.
Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως·
χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα.
Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων·
χαίρε, ψυχών νυμφοστόλε αγίων.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Ύμνος άπας ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών
οικτιρμών σου· ισαρίθμους γαρ τή ψάμμω ωδάς, αν προσφέρωμέν Σοι, Βασιλεύ Άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοις Σοι βοώσιν·
Αλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα, τοις εν σκότει φανείσαν, ορώμεν την αγίαν Παρθένον·
το γαρ άυλον άπτουσα φως, οδηγεί προς γνώσιν θεϊκήν άπαντας, αυγή τόν
νουν φωτίζουσα, κραυγή δε τιμωμένη ταύτα·
Χαίρε, ακτίς νοητού Ηλίου·
χαίρε, βολίς του αδύτου φέγγους.
Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα·
χαίρε, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα.
Χαίρε, ότι τόν πολύφωτον ανατέλλεις φωτισμόν·
χαίρε, ότι τον πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν.
Χαίρε, της κολυμβύθρας ζωγραφούσα τόν τύπον·
χαίρε, της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον.
Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν·
χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν.
Χαίρε, οσμή της Χριστού ευωδίας·
χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Χάριν δούναι θελήσας, οφλημάτων αρχαίων, ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων,
επεδήμησε δι’ εαυτού, προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος·
καί σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως·
Αλληλούια.
Ψάλλοντές Σου τον τόκον, ανυμνούμεν σε πάντες, ως έμψυχον ναόν Θεοτόκε·
εν τη ση γαρ οικήσας γαστρί, ο συνέχων πάντα τη χειρί Κύριος ηγίασεν,
εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι πάντας·
Χαίρε, σκηνή του Θεού καί Λόγου·
χαίρε, Αγία αγίων μείζων.
Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι·
χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε.
Χαίρε, τίμιον διάδημα βασιλέων ευσεβών·
χαίρε, καύχημα σεβάσμιον ιερέων ευλαβών.
Χαίρε, της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος·
χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος.
Χαίρε, δι’ ης εγείρονται τρόπαια·
χαίρε, δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι.
Χαίρε, χρωτός του εμού θεραπεία·
χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Ω πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα τον πάντων αγίων Αγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη την νυν προσφοράν, από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας·
και της μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως, τους σοι βοώντας·
Αλληλούια.