Date:
Η οστεοπόρωση εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών και είναι πολύ συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Δείτε όλους τους τρόπους αντιμετώπισης αλλά και συμβουλές πρόληψης με την σφραγίδα τριών κορυφαίων ειδικών της Γ’ Παθολογικής Κλινικής ΜΗΤΕΡΑ
Η οστεοπόρωση είναι η συχνότερη πάθηση των οστών και χαρακτηρίζεται τόσο από χαμηλή οστική μάζα όσο και από διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών με αποτέλεσμα τη μείωση της αντοχής τους και τον αυξημένο κίνδυνο κατάγματος.
Η οστεοπόρωση εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών και είναι πολύ συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες με τη συχνότητά της να αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας. Διακρίνεται στην μετεμμηνοπαυσιακή, στη γεροντική και τη δευτεροπαθή.
Αιτίες δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης είναι ο υπερπαραθυρεοειδισμός, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υπογοναδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός και το σύνδρομο δυσαπορρόφησης. Επίσης δευτεροπαθής οστεοπόρωση μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς που παίρνουν για μακρό χρονικό διάστημα συγκεκριμένα φάρμακα, όπως είναι τα γλυκοκορτικοειδή, η θυρεοειδική ορμόνη σε δόση μεγαλύτερη από ό,τι χρειάζεται για την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα ή η ηπαρίνη.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου εμφάνισης οστεοπόρωσης;
Παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη οστεοπόρωσης είναι:
Οικογενειακό ιστορικό
Ιστορικό οστεοπορωτικού κατάγματος
Ηλικία άνω των 50
Γυναικείο φύλο
Εμμηνόπαυση (φυσιολογική ή ιατρογενής)
Λήψη γλυκοκορτικοειδών
Λήψη ηπαρίνης
Υπερπαραθυρεοειδισμός, ρευματοειδής αρθρίτιδα, υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, σύνδρομο δυσαπορρόφησης
Πρώιμη εμμηνόπαυση, αμηνόρροια άνω του έτους
Κάπνισμα, έλλειψη σωματικής άσκησης
Αλκοόλ, πτωχή διατροφή σε ασβέστιο και βιταμίνη D
Διάγνωση οστεοπόρωσης
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης γίνεται με μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας γίνεται στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης πριν από την ηλικία των 60 ετών ή στο άνω άκρο του μηριαίου οστού στην ηλικία των 60 ετών και πάνω.
Κλινική εικόνα ασθενούς με οστεοπόρωση
Σε γενικές γραμμές η οστεοπόρωση διαδράμει ασυμπτωματικά. Η κύρια εκδήλωση της είναι τα κατάγματα που συμβαίνουν μετά από ελαφρού βαθμού τραυματισμό, όπως πτώση εξ’ ιδίου ύψους. Περίπου στο 40% των περιπτώσεων τα οστεοπορωτικά κατάγματα αφορούν τη σπονδυλική στήλη, 20% το μηριαίο οστό, 20% την κερκίδα και 20% διάφορα άλλα οστά. Αν και η οστεοπόρωση γενικά θεωρείται ως πάθηση των γυναικών, προσβάλλει και τους άνδρες. Έχει μάλιστα διαπιστωθεί ότι το 30% των οστεοπορωτικών καταγμάτων του αυχένα του μηριαίου οστού και το 20% των οστεοπορωτικών καταγμάτων των σπονδύλων συμβαίνουν στους άνδρες.
Ο κίνδυνος των καταγμάτων αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας . Έχει μάλιστα υπολογιστεί ότι ο κίνδυνος οστεοπορωτικού κατάγματος στις γυναίκες ηλικίας 50 ετών και πάνω είναι 40-50% και στους άνδρες 15-20%.Ο προσδιορισμός του ατομικού δεκαετούς κινδύνου για κάταγμα γίνεται με βάση την ηλικία,
την οστική πυκνότητα, το ιστορικό οστεοπορωτικού κατάγματος καθώς και τη χρήση φαρμάκων όπως γλυκοκορτικοειδών. Θεωρείται δε υψηλός όταν είναι >20%, μέτριος 10-20% και χαμηλός <10%. Η φαρμακευτική θεραπεία συστήνεται όταν ο 10ετής κίνδυνος είναι υψηλός. Σε περιπτώσεις μετρίου κινδύνου η απόφαση εξατομικεύεται ενώ οι ασθενείς χαμηλού κινδύνου θα πρέπει να επαναξιολογούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Φαρμακευτική αγωγή για την οστεοπόρωση
Υπάρχει πληθώρα φαρμάκων για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης. Μια κατηγορία αυτών μειώνει την οστική απώλεια ενώ μια άλλη αυξάνει την οστική παραγωγή. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η Ραλοξιφαίνη (εκλεκτικόςτροποποιητής των οιστρογονικών υποδοχέων – SERMS),τα Διφωσφονικά (ετιδρονάτη, αλενδρονάτη, ριζεδρονάτη, ιμπανδρονάτη, ζολενδρονάτη) και η Ντενοσουμάμπη, ενώ η Παραθορμόνη και το Ρανελενικό στρόντιο ανήκουν στη δεύτερη.
Η επιλογή και η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής, ποια φάρμακα και για πόσο διάστημα, είναι κάτι που θα αποφασιστεί από τον θεράποντα με βάση το ιστορικό, την ηλικία, το φύλο και την βαρύτητα της νόσου. Η οδός χορήγησης τους ποικίλλει. Κάποια χορηγούνται από το στόμα, είτε κάθε ημέρα είτε κάθε εβδομάδα ή μια φορά τον μήνα άλλα με υποδόρια ή ενδοφλέβια ένεση σε διαστήματα που κυμαίνονται από μία φορά το εξάμηνο μέχρι και ετησίως. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνη D πρέπει να λαμβάνονται παράλληλα με την όποια θεραπεία για οστεοπόρωση.
Πρόληψη για την οστεοπόρωση
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης διακρίνεται σε πρωτογενή και δευτερογενή.
Στην πρωτογενή πρόληψη ο στόχος είναι η βελτίωση διάφορων παραγόντων κινδύνου, ώστε να αποτραπεί η ανάπτυξη της νόσου.
Μερικά από τα ωφέλιμα μέτρα είναι:
Καθημερινή λήψη με την τροφή της απαραίτητης ποσότητας ασβεστίου και βιταμίνης D.
Τακτική σωματική άσκηση
Υποκατάσταση της ένδειας οιστρογόνων σε πρόωρη εμμηνόπαυση ή παρατεταμένη αμηνόρροια
Διατήρηση σωματικού βάρους εντός φυσιολογικών ορίων
Διακοπή καπνίσματος
Κοινωνική κατανάλωση αλκοόλ
Σε παθήσεις που επιβάλλεται η λήψη κορτιζόνης, θα πρέπει με βάση τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού το φάρμακο αυτό να λαμβάνεται, αν είναι επιτρεπτό, στη μικρότερη δυνατή δόση και πάντως όχι πάνω από τα 7,5 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως. Αν χρειάζεται μεγαλύτερη δόση, τότε θα πρέπει να λαμβάνεται παράλληλα ασβέστιο και βιταμίνη D με βάση τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού.
Όσον αφορά τη δευτερογενή πρόληψη της οστεοπόρωσης, βασικό στόχος είναι η διάγνωση της νόσου να γίνει πριν την εμφάνιση κάποιου κατάγματος και σε αυτό κυρίαρχη θέση κατέχει η μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Τα μέτρα για τη δευτερογενή πρόληψη της οστεοπόρωσης εμπίπτουν σε εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική της αντιμετώπιση. Είναι επομένως αυτονόητο ότι ο τόσο ο σχεδιασμός και όσο και η εφαρμογή τους καθορίζονται από τον εκάστοτε θεράποντα γιατρό εξατομικευμένα.
Συμπερασματικά
Η οστεοπόρωση είναι μια συχνή πάθηση η οποία, πέραν κάποιων εξαιρέσεων, εμφανίζεται σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δε γίνεται αντιληπτή παρά μόνο όταν παρουσιαστεί κάποιο κάταγμα. Λόγω της σοβαρότητάς της θα πρέπει όλοι και ειδικά ο γυναικείος πληθυσμός να είναι σε εγρήγορση. Στόχος παραμένει η πρόληψη των επιπλοκών της και για αυτό κρίνεται απαραίτητη η σωστή συνεργασία ιατρού-ασθενούς τόσο στη διάγνωση και την θεραπευτική προσέγγιση όσο και στην παρακολούθηση της πορείας της.
*Το κείμενο συνυπογράφουν οι Σάββας Μακρής, Παρασκευή Κουρουτού και Ανδρέας Τζιφής από τη Γ’ Παθολογική Κλινική ΜΗΤΕΡΑ
*Ο Σάββας Μακρής είναι Παθολόγος-Εντατικολόγος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής ΜΗΤΕΡΑ, Παρασκευή Κουρουτού είναι Παθολόγος, Επιμελήτρια Γ’ Παθολογικής Κλινικής ΜΗΤΕΡΑ και ο Ανδρέας Τζιφής είναι Παθολόγος, Επιμελητής Γ’ Παθολογικής Κλινικής ΜΗΤΕΡΑ
Το διαβάσαμε στο ygeiamou