“Αξιον Εστί”: Αναμνήσεις του Μ. Θεοδωράκη από τις Σέρρες το 1964
Date:
«Κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο ΠΑΛΛΑΣ, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ’60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον “Επιτάφιο”, πρόσθεσε:
– Τελείωσα το “Αξιον Εστί”, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ‘θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει (…).
Δεν πέρασε μήνας κι ο παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη.
Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ’ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο (…). Μετά τη συνειδητοποίηση που η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ, ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ, ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ, ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ… με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως (…).
Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα: Το ένα ήταν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστερού ψάλτη. Τρία βασικά στοιχεία και στις δύο περιπτώσεις. Αυτά υπήρχαν στο ποίημα του Ελύτη. Έπρεπε τώρα η τελική επιλογή μου να επεκταθεί σε όλο το έργο, ώστε να μη χαθεί η ενότητά του και να μην προδοθεί ο στόχος του ποιητή: Η ΓΕΝΕΣΙΣ, ΤΑ ΠΑΘΗ και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται αναλογικά έτσι ώστε να μη χαλάσει η ισορροπία του έργου.
Όλες μου αυτές τις σκέψεις άρχισα να τις γράφω και να τις στέλνω στον Ελύτη. Εκείνος μου απαντούσε… Το έργο προχωρούσε… Όμως ήμουν τάχα ώριμος για να περάσω απ’ το Τραγούδι και τον Κύκλο Τραγουδιών στο Ορατόριο; Θα χρησιμοποιούσα συμφωνική ορχήστρα; Και πως; Θα έβαζα και χορωδία; Με ποια εναρμόνιση; Ποιες άλλες τεχνικές; Άντεχε τάχα η αντίστιξη σ’ ένα έργο που ήθελα να παραμείνει λαϊκό; (…)
Δεν ήταν όμως μόνο οι δικοί μου προβληματισμοί που καθυστέρησαν τόσο πολύ την παρουσίαση του έργου… Ήταν κυρίως, θα ‘λεγα, το γεγονός ότι δεν ήθελα να χάσω την επαφή μου με το μεγάλο κοινό, που περίμενε με πάθος, ποιο θα ήταν το επόμενο έργο μου (…).
Στα 1962, με την ίδρυση της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, το κοινό μου, δηλαδή οι απλοί πολίτες, αρχίζουν να μυούνται στη συμφωνική μουσική. Δεν ήταν μια απλή επιθυμία μου να διευθύνω συμφωνικά έργα. Το έκανα γιατί θεωρούσα ότι η μύηση του απλού ακροατή στο συμφωνικό ήχο και τις συμφωνικές φόρμες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοήσει έργα όπως το “Αξιον Εστί”. Δηλαδή έντεχνα έργα κι από την άποψη του λόγου κι απ’ το πρίσμα του ήχου, που όμως έπρεπε να στηρίζονται γερά πάνω στη ζωντανή παράδοση, όπως την εξέφραζε εκείνη την εποχή ένα λαϊκό κοινό, ευαίσθητο, ευγενικό, διψασμένο για ομορφιά και αλήθεια, πράγματα που γεννούσαν μέσα του μια πρωτόφαντη ψυχική δυναμική. Έτσι, όταν έπεσε σαν σπόρος το “Αξιον Εστί”, έπεσε μέσα σε πλούσιο και εύφορο χώμα…».
Αυτή ήταν η ιστορία για ένα από τα εμβληματικότερα έργα του Μίκη, το «Αξιον Εστί».
Ο λαϊκός κόσμος αγκαλιάζει αμέσως το έργο. Αξίζει μόνο να αναφέρουμε, δανειζόμενοι πάλι τα λόγια του συνθέτη, τις αναμνήσεις του από τις Σέρρες το 1964, όταν πρωτοκυκλοφόρησε ο δίσκος:
«Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ’ το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.
-Περί τίνος πρόκειται; Ερωτώ.
-Ήρθε ο δίσκος του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του. Περίεργο. Τον πλησιάζω.
-Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;
Αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, το φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.
-Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ‘ρθει στις Σέρρες το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και το χωριό μ’ έστειλε ν’ αγοράσω το δίσκο…
-Α! του είπα, σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία.
Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή “Άραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;…”».
Αντί επιλόγου, παραθέτουμε ένα βίντεο από το μεγάλο αφιέρωμα στο «Αξιον Εστί», το σπουδαίο έργο του Οδυσσέα Ελύτη που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και παρουσιάστηκε στο 37ο Φεστιβάλ ΚΝΕ – «Οδηγητή», το Σεπτέμβρη του 2011, στο Πάρκο Τρίτση, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή.
Το σπουδαίο έργο – σύμβολο αντίστασης και αγώνα ερμήνευσε μοναδικά ο ανεπανάληπτος Δημήτρης Μητροπάνος, με τη συνοδεία του φωνητικού σχήματος «Εν Φωναίς» και με τον Κώστα Καζάκο να απαγγέλλει τη συγκλονιστική, αιμάτινη ποίηση.
πηγή 902.gr