Το μεσημέρι της 14ης Ιουλίου 1992 ήταν ένα τυπικό καλοκαιρινό μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Η ζέστη ήταν υπερβολική και οι Αθηναίοι προσπαθούν να βρουν κάποιο δροσερό μέρος για να περάσουν τις δύσκολες ώρες που ο ήλιος έκαιγε.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε μερικές στιγμές αργότερα. Ο τότε υπουργός Οικονομίας, Γιάννης Παλαιοκρασσάς, επιβιβάζεται στη θωρακισμένη Mercedes και φεύγει από το υπουργείο. Στη διασταύρωση της Καραγιώργη Σερβίας με την Βουλής, πίσω από το κτίριο της παλιάς βουλής, το βαρύ όχημα προσπαθεί να πάρει την κλειστή στροφή.
Τη στιγμή εκείνη ένας εξαιρετικά δυνατός θόρυβος «σπάει» με πάταγο τη μεσημεριανή ηρεμία. Αμέσως μετά σκόνη και φωτιές έχουν καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Ο υπουργός και όσοι βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο βγαίνουν αποσβολωμένοι από το όχημα και προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί. Σχεδόν ταυτόχρονα σειρήνες περιπολικών, ασθενοφόρων και πυροσβεστικών «σχίζουν» τον αέρα. Κανείς δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί αλλά όλοι υποθέτουν πως πρόκειται για μια ακόμα τρομοκρατική ενέργεια.
Ξαφνικά, ακούγονται ουρλιαχτά και κλάματα. Στη γωνία, πεσμένος μέσα σε μια λίμνη αίματος, ακίνητος, βρίσκεται ένας νεαρός. Ο Θάνος Αξαρλιάν ο οποίος είχε την τρομερή ατυχία να περνάει εκείνη την ώρα από το σημείο. Είναι βαριά χτυπημένος από θραύσματα ρουκέτας και λίγες στιγμές αργότερα θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Λίγο αργότερα ένας άγνωστος άνδρας θα τηλεφωνήσει στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», θα αναλάβει την ευθύνη για λογαριασμό της 17Ν και θα εκφράσει τη λύπη της οργάνωσης για το θάνατο του νεαρού.
Η συγγνώμη του Δημήτρη Κουφοντίνα
Τότε κανείς δεν γνώριζε ποιος ήταν αυτός ο άνδρας που τηλεφώνησε. Λίγα χρόνια μετά την εξάρθρωση της «Ε.Ο 17Ν», ωστόσο, αποκαλύφθηκε πως ο άνδρας αυτός ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Ο ίδιος το αποκαλύπτει αυτό στο βιβλίο που εξέδωσε.
«Εκείνη την εποχή ετοιμάζαμε μια ενέργεια χαμηλής έντασης εναντίον ενός αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομικών που ήταν υπεύθυνος για τη τελική διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης. Τότε όμως κατατέθηκε στην οργάνωση μια άλλη πρόταση: Γιατί να μην χτυπηθεί ο ίδιος ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, ο υπουργός Οικονομικών Παλαιοκρασσάς; Θα ήταν μια καίρια ενέργεια, θα ήταν η κορύφωση της δεκαετίας πυκνής δράσης της 17Ν. Η πρόταση εγκρίθηκε ομόφωνα. […] Παρά το γεγονός πως η πρόταση έγινε δεκτή, το σχέδιο της ενέργειας η εκτόξευση μιας ρουκέτας έξω από το υπουργείο Οικονομικών συνάντησε πολλές επιφυλάξεις. Αντιπροτάθηκε άλλο σημείο, άλλος τόπος, άλλος τρόπος. Η πρόταση επέμεινε: Μέσα στους καύσωνες του Ιουνίου στην οδό Βουλής, όπου θα γινόταν η ενέργεια, μετά τις 3:30 το απόγευμα ήταν ερημιά» γράφει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του και στη συνέχεια εξηγεί πως για περίπου ένα μήνα τα μέλη «της κεντρικής ομάδας» έκαναν διαδοχικούς ελέγχους στο σημείο για να σιγουρευτούν πως δεν θα υπάρχει κάποιο αθώο θύμα.
Αναφέρει επίσης το γιατί ματαίωσαν την επίθεση πολλές φορές, κάτι που τέντωσε τα νεύρα όλων, και φτάνει την ημέρα της επίθεσης τονίζοντας πως: «Ο Παλαιοκρασσάς αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος το βαρύ, δύσκολο στην οδήγηση αυτοκίνητο. Έτσι, ο άπειρος οδηγός, δεν πήρε ομαλά τη στροφή από Καραγεώργη Σερβίας προς Βουλής, επιπλέον, φοβισμένος από τον όγκο του Μερσεντές, φρέναρε την τελευταία στιγμή. Η ρουκέτα έξυσε το μερσεντές και εξερράγη σύρριζα δίπλα της. Ο Παλαιοκρασσάς απλά τραυματίστηκε, όμως το ωστικό κύμα χτύπησε έναν περαστικό που είχε διεισδύσει στο χρονικό κενό, στο τυφλό σημείο της παρατήρησης. Ένας αθώος άνθρωπος, ένας από τους δικούς μας, για αυτούς που αγωνιζόμασταν να έχουν ένα καλύτερο αύριο, έμεινε δίχως αύριο. Ο πόνος μας μεγάλος, ο δικός μου αβάσταχτος. Τηλεφώνησα αμέσως, εξέφρασα τη λύπη της 17Ν. Μπορεί να είχε ευθύνη η αστυνομία, να μπλόκαρε επί μισή ώρα σχεδόν το ασθενοφόρο. Όμως, την κύρια ευθύνη την είχαμε εμείς. Χρόνια αργότερα στο δικαστήριο ζήτησα συγγνώμη. […] Ήταν ένα τραγικό λάθος. Το μοναδικό λάθος της 17Ν».